εἰσφέρω

From LSJ
Revision as of 19:14, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσφέρω Medium diacritics: εἰσφέρω Low diacritics: εισφέρω Capitals: ΕΙΣΦΕΡΩ
Transliteration A: eisphérō Transliteration B: eispherō Transliteration C: eisfero Beta Code: ei)sfe/rw

English (LSJ)

fut.

   A εἰσοίσω E.Ba.367 : aor. I εἰσήνεγκα Archil.78.2 (s.v.l.) : pf. εἰσενήνοχα D.27.36 : plpf. -όχειν Id.24.19 :—carry in, εἴσω Od.7.6 ; ἐς. ἀγγελίας Hdt.1.114 ; ἐς τὠυτὸ ἐς. Id.9.70 ; τινὰ εἰς τὸ λογιστήριον PAmh.2.77.22 (ii A.D.).    2 bring in, contribute, τῖμον Archil.l.c.; χρήματα X.Hier.9.7, Plu.Publ.12; εἰ. τινὶ ἔρανον Pl.Smp.177c, cf. X.Cyr.7.1.12 ; at Athens, etc., pay the propertytax (v. εἰσφορά II), ἐς. ἐσφοράν Th.3.19, etc. ; εἰσφοράς Antipho 2.2.12, Lys.18.7 : and abs., εἰ. εἰς τὴν πόλιν D.27.36 ; εἰ. ἀφ' ὑπαρχούσης οὐσίας Id.21.157.    3 bring in or upon, πένθος δόμοις E.Ba.367 ; νόσον καινὴν γυναιξί ib.353 ; πόλεμον Ἑλλήνων χθονί Id.Hel.38 ; δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι brings cowardice into the brave, Id.Supp. 540.    4 introduce, καινὰ δαιμόνια X.Mem.1.1.2 ; ψεῦδος Plb.2.58.12 ; esp. of political measures, bring forward, propose, γνώμην Hdt.3.80 ; γνώμην ἐς τὸν δῆμον Th.8.67 ; εἰ. νόμον,=Lat. legem rogare, D.23.218, 24.19; ψηφίσματα IG22.1329.10 ; τιμάς ib.1343.29 : abs., ἐς. ἐς τὰς βουλὰς περί τινος Th.5.38 ; εἰς τοὺς νομοφύλακας Pl.Lg.772c ; τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ.. X.HG1.7.7 :—Pass., τὰ εἰσφερόμενα [ψηφίσματα] Arist. Pol.1298b33.    b of persons, propose, nominate, Pl.Lg.961b :—Pass., ibid. ; τοὺς -ομένους ὑπὸ τῶν ὑπάτων πρεσβευτάς Plb.35.4.5.    II Med., fut. ἐσοίσομαι E.Hel.664 (lyr.): lon. aor. I ἐσενείκασθαι Hdt. (v. infr.) : pf. Pass. εἰσενήνεγμαι (v. infr.) :—carry with one, sweep along, of a river, Il.11.495.    2 bring in for oneself, τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος Hdt.5.34, cf. Th.5.115 :—so in Pass., σῖτον ἐσενηνεῖχθαι or -έχθαι Hdt.9.41.    3 bring in with one, introduce, τοὔνομα ἐς τὴν ποίησιν Id.2.23 ; πῶμ' ηὗρε κεἰσηνέγκατο θνητοῖς E.Ba.279 ; [λόγον] ἐσφέρεσθαι to utter it, Id.Hel.664 (lyr.) ; ν' μνᾶς εἰς τὸν οἶκον εἰσενηνεγμένη having brought 50 minae as a dowry into the family, D.27.4, cf.41.4 ; προῖκα εἰσενεγκαμένῃ Thphr. Char.22.10.    4 contribute, εἰσενήνεκται.. οὐκ ἔλαττον μ' μνῶν Lys.19.43, cf. Michel473.9 (Mylasa, ii B.C.) ; apply, employ, πᾶσαν εἰ. σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Plb.21.29.12, cf. Chrysipp.Stoic.2.293, IG22.1343.23, Inscr.Prien. 111.126 (i B.C.), D.S.1.84 ; ἀνδρείαν Onos.4.2; θάρσος J.AJ18.8.5 ; ἰσχύν ib.17.5.6 ; φιλονεικίαν Ael.VH12.64.    5 like προσφέρεσθαι, eat, Hp.VM3, Ant. Lib.11.1 ; drink water, Arist.GA767a32.    6 draw breath, Id.Somn.Vig.456a17.    IIIPass., to be brought in, introduced, ἐσενειχθέντος σιδηρίου Hdt.9.37.    2 rush in, ἐς τὴν ὕλην Th.3.98.

German (Pape)

[Seite 746] (s. φέρω), hineintragen, -bringen; εἴσω, Od. 7, 6; Xen. Hell. 5, 1, 21; πένθος εἰσοίσει δόμοις Eur. Bacch. 367; πόλεμον χθονί Hel. 38; νόσον γυναιξί Bacch. 353; pass., Xen. Conv. 2, 11; ἐς τὴν ὕλην ἐςφερόμενοι, in den Wald gerathend, Thuc. 3, 98; einführen, νέον τι, = καινοτομέω, Plat. Legg. VII, 797 b; εἰς τοὺς ἄλλους XII, 961 b; λόγους καινούς Eur. Bacch. 650; vgl. Pol. 2, 58, 12; καινὰ δαιμόνια Xen. Mem. 1, 1; vgl. Eur. Bacch. 256. Von Speisen, auftragen, Comici. Von den Bienen, eintragen, Xen. Oec. 7, 3. – Bes. – a) von Abgaben u. dgl., beitragen, beisteuern, χρήματα, εἰσφοράς, ἔρανον, Plat. Rep. VIII, 551 e 568 d Conv. 177 c; vgl. Xen. Cyr. 7, 1, 12; Dem. 53, 8; ἀπό τινος χρήματα, Lys. 18, 21; Dem. 21, 157; ὅσον εἰς τὴν πόλιν εἰσενηνόχασι 27, 36; ἐςφορὰν διακόσια τάλαντα Thuc. 3, 19; τὴν οὐσίαν πᾶσαν Arist. Pol. 5, 11; auch τινὶ εἴς τι, Einem einen Beitrag wozu leisten, Dem. 53, 7; allgemeiner, πολλὰ κἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσενεγκεῖν Xen. Cyr. 7, 1, 12. – b) eine Meinung vorbringen, ein Gesetz vorschlagen; γνώμην Her. 3, 80; absolut, οὐκέτι εἰσήνεγκαν περὶ Ἀργείων εἰς τὰς βουλάς Thuc. 5, 38; vgl. 8, 67; ἡ βουλὴ ἐς τὴν ἐκκλησίαν εἰσήνεγκε τὴν ἑαυτῆς γνώμην Xen. Hell. 1, 7, 9. wie εἰς τὸν δῆμον 26; νόμον Dem. 24, 1; παρὰ ταῦτα νόμον εἰσενηνόχει ib. 19; worauf νόμισμα παράσημον εἰσφ. 24, 213 eine Anspielung enthält; δόγμα Aesch. 3, 116; τὶ πρὸς τὸν δῆμον Arist. Pol. 2, 9; sc. δίκην, einen Proceß einleiten, Dem. 23, 28. – c) Bericht erstatten; ἀγγελίας Her. 1, 114. 3, 77; absolut, εἰς τοὺς νομοφύλακας Plat. Legg. VI, 772 c; ψεῦδος Pol. 2, 58, 12. – Med., ποταμὸς πολλὰς δρῦς εἰσφέρεται, reißt in sich hinein, Il. 11, 495; für sich einbringen, σῖτον Thuc. 5, 115, wie εἰσενείκαντο τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος Her. 5, 34; εἰς τὸν οἶκον εἰσενεγκαμένη, von der Mitgift, Dem. 27, 4; allgemein, ἅπερ ἦν εἰς τὴν οὐσίαν εἰσενηνεγμένος 41, 4; – einführen, ἐς τὴν ποίησιν ἐςενείκασθαι Her. 2, 23. Bei Pol. u. Sp. oft übertr., σπουδήν, an den Tag legen, beweisen, Pol. 22, 12; D. Sic. 1, 84; ἐν λόγοις ἡδονήν Pol. 5, 74, 9 u. ä.