καμπύλος
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, (κάμπτω)
A bent, curved, opp. εὐθύς, of a bow, κ. τόξα Il.3.17, etc.; ἅρμα 5.231; κ. κύκλα, of wheels, ib.722; ἄροτρα h.Cer.308, Sol.13.48; δίφρος Pi.I.4(3).29; ὄχημα A.Supp.183; σελίς IG12.374.57; κῦμα BMus.Inscr.1012 (Chalcedon); κ. ἐς τὸ ἔξω Hp. Art.1; καμπύλα τε καὶ εὐθέα Pl.R.602c: metaph., κ. μέλος an ode of varied metre, Simon.29; cf. καμπύλη.
German (Pape)
[Seite 1319] gekrümmt, gebogen; τόξον Il. 3, 17 u. oft; κύκλα, Räder, Il. 5, 722; ἄροτρα H. h. Cer. 308; δίφρος Pind. I. 3, 47; ὀχήματα Aesch. Suppl. 180; Ggstz εὐθύς, Plat. Rep. X, 602 c; Sp.; μέλος, künstlich modulirt, s. κάμπτω, Simonds. Vgl. καμπύλη.