νεικέω

From LSJ
Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεικέω Medium diacritics: νεικέω Low diacritics: νεικέω Capitals: ΝΕΙΚΕΩ
Transliteration A: neikéō Transliteration B: neikeō Transliteration C: neikeo Beta Code: neike/w

English (LSJ)

fut.

   A -έσω Il.10.115: aor. ἐνείκεσα, Ep. νείκεσσα or νείκεσα, 3.38, 10.158: also pres. νεικείω 2.277, etc.; subj. νεικείῃσι, νεικείῃ, 1.579, Hes.Op.332; part. νεικείουσα Theoc.1.35: impf. νείκειον Od.22.26; iterat. νεικείεσκον Il.4.241: (νεῖκος):—quarrel, wrangle with one, μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ Od.17.189; ἔριδος πέρι θυμοβόροιο νεικεῦσ' ἀλλήλῃσι quarrel one with another, Il.20.254; ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς 18.498: c. acc. cogn., νείκεα . . νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐναντίον 20.252; νεικέσκομεν οἴω, we two alone strove with him, is prob. corrupt in Od.11.512 (νικάσκομεν Aristarch.): abs. in part. νεικέων Hdt.9.55.    II trans., chide, rail at, upbraid, c. acc. pers., Il.1.521, al.; Ἀγαμέμνονα ν. μύθῳ 2.224; αἰσχροῖς, ὀνειδείοις, χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν, 3.38, 21.480, Od.22.225, etc.; ὃς νείκεσσε θεάς... τὴν δ' ᾔνησ' [Paris] insulted the goddesses (Hera and Athena), but praised the other (Aphrodite), Il.24.29.—Ep. Verb, used twice by Hdt., 8.125, 9.55; not in Att.: in later Prose, LXXPr.10.12, al.

German (Pape)

[Seite 236] ep. auch νεικείω, fut. νεικέσω, ep. auch νεικέσσω, aor. ἐνείκεσα u. ἐνείκεσσα, zanken, streiten; absol., δύο δ' ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου, Il. 18, 498; τινί, mit Einem, δείδια, μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ, Od. 17, 189, γυναῖκας, αἴτε νεικεῦσ' ἀλλήλῃσιν, Il. 20, 254; mit hinzutretendem Objectsaccusativ, τίη ἔριδας καὶ νείκεα νῶϊν ἀνάγκη νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐναντίον, ibd. 252; häufiger c. acc. der Person, Einen ausschelten, anfahren, tadeln, beschimpfen, Il. 2, 221. 19, 86 u. öfter, Ἀγαμέμνονα νείκεε μύθῳ, 2, 224, νείκειον δ' Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν, Od. 22, 26, vgl. Il. 4, 241. 15, 210, ἄλλον μειλιχίοις, ἄλλον στερεοῖς ἐπέεσσιν νείκεον, 12, 268, νεικέσω, 10, 115, τὸν δ' Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν, 3, 38; vom Paris heißt es ὃς νείκεσσε θεὰς – τὴν δ' ᾔνησε, er tadelte, verschmähte die Hera und Athene, 24, 29, welche Stelle aber Aristarch verwarf; Od. 11, 512 ist νεικέσκομεν von Wolf richtig in νικάσκομεν geändert. – Sonst nur einzeln bei sp. D. In Prosa nur Her. 8, 125 : ἐνείκεε Θεμιστοκλέα, klagte ihn an.