δεινόω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A make terrible: exaggerate, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα δεινώσας Th. 8.74; δεινῶσαι τὰς συμφοράς Plu.Per.28.
German (Pape)
[Seite 539] schrecklich, groß machen, übertreiben, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα Thuc. 8, 74; Plut. Pericl. 28.