παρατρυγάω
From LSJ
English (LSJ)
A pluck grapes, Aristaenet.1.3 : metaph., of love, ὀμφακίζῃ παρατρυγῶν παιδισκάριον ἄωρον Id.2.7.
German (Pape)
[Seite 504] nebenbei oder verstohlener Weise Trauben abpflücken, ablesen, übtr., Σικελὸς ὀμφακί. ζει παρατρυγῶν παιδισκάριον καὶ τοῦ φιλήματος ἀμαθές, Aristaen. 2, 7.