ἐπίσκοπος
English (LSJ)
(A), ὁ, (
A σκοπός 1) one who watches over, overseer, guardian, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ (sc. τὴν πόλιν), of Hector, Il.24.729, ἐ. . . ὁδαίων Od.8.163; ἐπίσκοποι ἁρμονιάων watchers over compacts, of the gods, Il.22.255; νεκροῦ S.Ant.217; σῆς ἕδρας Id.OC112; ἐ. ὀϊστῶν, of an archer, v.l. in Theoc.24.107; in education, tutor, Pl.Lg.795d; ἐ. σωφροσύνης καὶ ὕβρεως ib.849a: c.dat., ἀγυιαῖς ἔσσῃ καὶ λιμένεσσιν ἐ. Call.Dian.39; esp. of tutelary gods (cf. ἐπισκοπέὠ, Παλλὰς ἐ. Sol.4.3; Δίκη Pl.Lg.872e; Κλειὼ ἐ. χερνίβων Simon.45; Χάριτες Μινυᾶν ἐ. Pi.O.14.3; θεοὶ ἐ. ἀγορᾶς A.Th.272; πατρῴων δωμάτων ἐ. Id.Ch.126; τὸ δεινὸν . . φρενῶν ἐπίσκοπον guardian of the mind, Id.Eu.518 (lyr.); νυχίων φθεγμάτων ἐ., of Bacchus, S.Ant. 1148 (lyr); Ἐρινύες IG12(9).1179.33 (Euboea, ii A.D.); [Χριστὸς] ἐ. τῶν ψυχῶν 1 Ep.Pet.2.25: rarely c. dat., πᾶσι γὰρ ἐ. ἐτάχθη . . Νέμεσις Pl.Lg.717d. 2. scout, watch, c.dat., ἐ. Τρώεσσι, νήεσσιν ἡμετέρῃσιν, one set to watch them, Il.10.38,342. 3. supervisor, inspector, sent by Athens to subject states, Ar.Av.1023, IG12.10,11; of municipal officials at Rhodes, ib.12(1).49.42 (ii/i B.C.): generally, PPetr.3 P.75 (iii B.C.), etc. 4. ecclesiastical superintendent, ἐπίσκοποι καὶ διάκονοι Ep.Phil.1.1, cf.Act.Ap.20.28, 1 Ep.Ti.3.2, etc.
ἐπίσκοπ-ος (B), ον, (
A σκοπός 11) hitting the mark, successful, βάλλειν ἐ. Them.Or.11.143a (Sup.); τοξότης Him.Ecl.14.3; ἠχή Opp.C.1.42; reaching, touching, νίκης μὴ κακῆς ἐπίσκοπα A.Eu.903; ἄτηστῆσδ' ἐ. μέλος having regard to the calamity, S.Aj.976: neut. pl. ἐπίσκοπα, as Adv., successfully, with goodaim, ἐ.τοξεύειν Hdt.3.35, Jul.Or.1.11c: regul.Adv. -πως, ἀκοντίζειν ἢ τοξεύειν Alcid.Soph.7, cf. Poll.6.205: Comp. -ώτερα, βάλλειν Them.Or.8.116b: Sup. -ώτατα Poll.1.215. Cf. εὔστοχος, εὔσκοπος.
German (Pape)
[Seite 980] das Ziel treffend, erreichend, ὁποῖα νίκης μὴ κακῆς ἐπίσκοπα, den Sieg erzielend, Aesch. Eum. 863, vgl. 493; Τεύκρου βοῶντος ἄτης τῆσδ' ἐπίσκοπον μέλος Soph. Ai. 955, darauf hinzielend, dazu passend; οὕτως ἐπίσκοπα τοξεύειν Her. 3, 35, geschickt schießen, daß man das Ziel trifft; Sp., βάλλοιμι δ' ἐπίσκοπον ἠχήν Opp. C. 1, 42; adv., ἐπισκόπως πέμπειν τοὺς ὀϊστούς Them.; ἀκοντιεῖς ἐπισκοπώτατα Poll. 1, 215; Alcidam. Soph. p. 674, 21. ὁ, ἡ, der Aufseher, der die Aufsicht über Etwas führt; einige alte Grammatiker betonten ἐπισκοπός, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 299. Von den Göttern, τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, sie werden über das Halten der Verträge wachen, Il. 22, 255; ἐπ. ὁδαίων, Aufseher über die Waaren, Od. 8, 163; von Hektor, ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ, Beschützer, Il. 24, 729; Χάριτες Μινυᾶν ἐπίσκοποι Pind. Ol. 14, 4; θεοῖς πεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποις, Beschützer des Marktes, Aesch. Spt. 254; πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους Ch. 124; vgl. Eum. 710; σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι Soph. O. C. 112; von Bacchus, νυχίων φθεγμάτων ἐπίσκ., Ant. 1148; τοῦ νεκροῦ, Späher, die auf den Leichnam achten, 217; ἦ τιν' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον, als Späher gegen die Troer, Il. 10, 38, vgl. 342; δράκων Δίρκης ναμάτων ἐπ. Eur. Phoen. 932; in Prosa, πᾶσιν ἐπίσκοπος ἐτάχθη Νέμεσις Plat. Legg. IV, 717 d; τούτων οἱ νομοφύλακες ἐπίσκοποι ἀκριβεῖς ἔστωσαν VI, 762 d u. öfter, wie Sp., θεοὶ χρηστῶν ἐπίσκοποι καὶ πονηρῶν ἔργων Plut. Cam. 5, wie Ζεὺς μάρτυρ καὶ ἐπ. τῶν πραττομένων Hdn. 7, 10, 6; ἐπίσκοπος ὀϊστῶν, Beherrscher, Lenker der Pfeile, Theocr. 24, 106; auch c. dat., ἀγυιαῖς ἔσσῃ καὶ λιμένεσσιν ἐπ. Callim. Dian. 39. – In Athen hießen so bes. die in die unterworfenen Städte geschickten Männer, welche die Angelegenheiten derselben leiteten, Ar. Av. 1023 u. Schol. dazu; so auch Inscr. 73; vgl. Harpocr. u. Böckh's Staatshaush. I S. 436 ff. – In N. T. u. K. S. Aufseher über eine Gemeinde, Bischof.