φρύγανον
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[ῡ], τό, (φρύγω)
A dry stick; mostly in pl., firewood, Hdt. 4.62, Ar.Av.642, Th.3.111, X.An.4.3.11, SIG1027.13 (Cos, iv/iii B. C.), Act.Ap.28.3; φρυγάνοις καὶ λίθοις περιφράξαντες Arist.HA 603a9: Com., Φρύγες ἐστὶ καινὸν δρᾶμα τοῦτ' Εὐριπίδου . . ᾧ καὶ Σωκράτης τὰ φρύγαν' ὑποτίθησι prob. in Telecl.40: sg. only in collect. sense = τὰ φρύγανα, μαντικῶς τὸ φ. τίθεσθαι Ar.Pax1026; τὸ φ. ἐπικαίουσι Plu.2.553c. II undershrub, opp. δένδρα, θάμνος, πόα, defined as τὸ ἀπὸ ῥίζης πολυστέλεχες καὶ πολύκλαδον, Thphr.HP1.3.1.
German (Pape)
[Seite 1311] τό, kleines, dürres Holz, trockne Aeste, Strauchwerk, Reis, bes. Feuer anzumachen, gew. im plur.; Her. 4, 62; Ar. Pax 991 Av. 642; Xen. Cyr. 5, 2,15; Sp.; φρυγάνων ξυλλογή Thuc. 3, 111; Xen. An. 4, 3,11.