ἐξανθρακόω

From LSJ
Revision as of 05:07, 9 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανθρᾰκόω Medium diacritics: ἐξανθρακόω Low diacritics: εξανθρακόω Capitals: ΕΞΑΝΘΡΑΚΟΩ
Transliteration A: exanthrakóō Transliteration B: exanthrakoō Transliteration C: eksanthrakoo Beta Code: e)canqrako/w

English (LSJ)

burn to ashes, Ion Trag.28.

Spanish (DGE)

(ἐξανθρᾰκόω)
convertir en carbón, carbonizar ἐξανθρακώσας πυθμέν' εὔκηλον δρυός convirtiendo en carbón la raíz de una encina fácilmente combustible Io Trag.28, en v. pas. λίθοι ... οὓς ἐπειδὰν διαθερμάνῃ ὁ ἥλιος ἐξανθρακοῦνται Par.Pal.8.

German (Pape)

[Seite 869] ganz zu Kohlen brennen, Ion frg. bei E. M. 392, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανθρᾰκόω: μέλλ. -ώσω, καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, Ἐτυμ. Μ. 392. 11.

Greek Monolingual

(Α ἐξανθρακῶ, ἐξανθρακόω)
καίγοντας κάτι το μεταβάλλω σε άνθρακα, σε κάρβουνο, απανθρακώνω
νεοελλ.
χημ. αφαιρώ τον άνθρακα που περιέχεται σε μια ουσία.