ιαμβοφάγος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
ιαμβοφάγος, ὁ (Α)
ο ιαμβειοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. δημοφάγος, ολιγοφάγος.