παπταίνω

From LSJ
Revision as of 19:19, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παπταίνω Medium diacritics: παπταίνω Low diacritics: παπταίνω Capitals: ΠΑΠΤΑΙΝΩ
Transliteration A: paptaínō Transliteration B: paptainō Transliteration C: paptaino Beta Code: paptai/nw

English (LSJ)

aor. ἐπάπτηνα (in Hom. always without augm.): Ep. Verb,

   A look about one with a sharp, searching glance, πάντοσε παπταίνων, ὥς τ' αἰετός Il.17.674; δεινὸν π., αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς Od.11.608, cf. Il.13.551, etc.; πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί Od. 22.380; πάπταινε καὶ φρόντιζε A.Pr.1034; μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114: folld. by a relat. clause, πάντοσε παπταίνων, μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ Il.13.649, cf. A.Pr.336; πάπτηνεν δὲ ἕκαστος, ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον looked about [to see] how... Il.16.283; πάπτηνεν... εἴ τις ἔτ' ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Od.22.381: with Preps., ἀμφὶ ἓ παπτήνας Il.4.497, 15.574; μοι ὄσσε Τρωϊκὸν ἂμ πεδίον παπταίνετον 23.464; τρέσσε δὲ παπτήνας ἐφ' ὁμίλου 11.546; π. . . κατὰ στίχας 17.84; πάντῃ π. πρὸς πέτρην Od.12.233; πάντοσε π. ποτὶ τοίχους 22.24; π. μεθ' ὁμήλικας look wistfully after his comrades, Hes.Op.444; πρὸς αὐγάς Parm.15; εἴσω τῆσδε π. πύλης S.Aj.11; ἐς γάμον ἄλλης π. AP 7.700 (Diod.): also in later Prose, π. περὶ εὕρεσιν Onos.3.2; ἐπὶ θάτερα Plu.Pomp.71; πρός τινα Id.Ant.37.    II c. acc., look round for, look after, παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Il.4.200; π. Αἴαντα μέγαν 17.115; π. τὰ πόρσω Pi.P.3.22; τὰ μακρά Id.I.7(6).44; παπτάναις (Aeol. aor. 1 part.) ἀρίγνωτον πέδιλον having set eyes on... Id.P.4.95; εἱρεσίαν ἀδάητον ἔτ' ὄθμασι Hymn.Is.157; τὸν δ' ἀγρίοις ὄσσοισι π. glaring at him, S.Ant.1231.

German (Pape)

[Seite 466] (mit πτήσσω zusammenhangend, durch Reduplication der Wurzel πτα gebildet), umherblicken, um sich schauen, gew. mit dem Nebenbegriffe der Furcht, der Vorsicht oder Behutsamkeit, schüchtern um sich sehen; τρέσσε δὲ παπτήνας, Il. 17, 603; πάπτηνεν δὲ ἕκαστος, ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, 16, 283 u. öfter; πρός τι, Od. 12, 233; πάντοσε, Il. 17, 674; κατὰ στίχας, 17, 84; μεθ' ὁμήλικας, nach den Gespielinnen gaffen, Hes. O. 446; auch ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ ἀμφί ἑ παπτήνας, Il. 15, 574; u. mit dem acc. der Person, nach Einem suchend umherspähen, 4, 200. 17, 115; vgl. Pind. παπταίνει τὰ πόρσω P. 3, 22, τὰ μακρά I. 6, 44; καὶ φροντίζειν, Aesch. Prom. 1036, der auch vrbdt πάπταινε δ' αὐτὸς μή τι πημανθῇς ὁδῷ, Prom. 334, womit Il. 13, 649 zu vgl.; πάντοσε παπταίνων, μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ, sich vorschen, daß nicht etwa; τὸν δ' ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας ὁ παῖς, Soph. Ant. 1216, vgl. Ai. 11 u. sp. D., wie εἰς γάμον ἄλλης Diod. 8 (VII, 700). – Auch in späterer Prosa, παπταίνω πρὸς τὸν Ἰσθμόν, Plut. Them. 12, vgl. Philop. 12; ἐπὶ θάτερα, Pomp. 71; ἐς ἅπαντας, Luc. Philopatr. 19, ansehen.