ἀνακίνησις

Revision as of 06:50, 22 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀνακινήσεως, ἡ,
A swinging to and fro of the arms as preparatory exercise of pugilists: metaph., preparation, prelude, Pl.Lg.722d.
II stirring up, excitement, φρενῶν S.OT727; ἀλογίας Porph.Abst.1.41.

Spanish (DGE)

ἀνακινήσεως, ἡ
1 excitación, turbación φρενῶν S.OT 727, cf. Ptol.Iudic.16.3.
2 ejercicio previo fig. del proemio de un discurso, Pl.Lg.722d
puesta en obra, ejercicio ἀλογίας Porph.Abst.1.41.

German (Pape)

[Seite 192] ἡ, das Erheben u. Bewegen der Arme, als Vorübung zum Faustkampfe, dah. übh. Vorübung, προοίμια καὶ σχεδὸν οἷόν τινες ἀνακινήσεις Plat. Legg. IV, 722 d; Aufregung, φρενῶν Soph. O. R. 727.

French (Bailly abrégé)

ἀνακινήσεως (ἡ) :
excitation, émotion.
Étymologie: ἀνακινέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακίνησις: ἀνακινήσεως ἡ
1 возбуждение, волнение (φρενῶν Soph.);
2 (у борцов), разминка, зарядка, (προοίμια καὶ ἀνακινήσεις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακίνησις: ἀνακινήσεως, ἡ, τῇδε κἀκεῖσε κίνησις τῶν βραχιόνων ὡς προπαρασκευαστικὴ ἄσκησις πρὸς τὴν πυγμαχίαν: ἐν γένει προπαρασκευή, προοίμιον, προανάκρουσμα, Πλάτ. Νόμ. 722D. ΙΙ. ἔξαψις, συγκίνησις, ταραχή, φρενῶν Σοφ. Ο. Τ. 727.

Greek Monotonic

ἀνακίνησις: [ῑ], -εως, ἡ, κούνημα μπρος και πίσω· μεταφ., ενθουσιασμός, έξαψη, συγκίνηση, ταραχή, σε Σοφ.

Middle Liddell

[from ἀνακινέω
a swinging to and fro: metaph., excitement, emotion, Soph.

English (Woodhouse)

agitation, alarm, distress, mental agitation, stirring up