ἔκτομον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A black hellebore, Hp.Mul.1.78, Thphr. HP 9.10.4, Diocl.Fr.151; but, white hellebore, Ps.-Dsc.4.148.
II ἔκτομος (sc. λίθος), ὁ, stone forming interior angle, Rev.Phil.29.240 (Didyma), 49.6 (ibid.).
German (Pape)
[Seite 782] τό, schwarzer Helleborus, Theophr.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτομον: τό, μέλας ἐλλέβορος, Ἱππ. 627. 22, διάφ. γραφὴ ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 4, ἴδε Ἐρωτιαν. σ. 166· καθ’ Ἡσύχ. «ἔκτομον· ἐλλέβορος καὶ ἄτμητος λιβανωτός».