ἔκτομος

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Spanish (DGE)

-ον
I 1cincelado φιάλη τις, Ἰασσίδος ἔ. ἄκρης Paul.Sil.Soph.595.
2 propio de eunucos ἔ. ἠχή del sonido de las flautas frigias, Gr.Naz.M.37.1571A.
II subst.
1 arq., ὁ ἔκτομος (sc. λίθος) piedra tallada en ángulo interno, formando un ángulo por la parte de dentro, colocada en la esquina ἐγ δὲ τῆς ἐντὸς ἔκτομον (ἔθηκαν) Didyma 27B.84, cf. A.33, 29.21 (ambas III a.C.).
2 bot. τὸ ἔκτομον = eléboro negro τοῦ ἐκτόμου αἱ ῥίζαι Hp.Mul.1.78, cf. Thphr.HP 9.10.4, Hp. en Erot.41.5
tb. eléboro blanco Ps.Dsc.4.148.
3 bot. goma arábiga en bloque Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔκτομος, -ον)
1. ο εκτετμημένος, ο εκτομίας, ο ευνούχος
2. το ουδ. ως ουσ. το έκτομον
φυτό φαρμακευτικό με δυσάρεστη οσμή και πικρή γεύση, ελλέβορος ο μέλας ή ο ανατολικός.

German (Pape)

[Seite 782] = ἐκτομίας.