μετασυγκριτικός

From LSJ
Revision as of 18:25, 24 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετασυγκριτικός Medium diacritics: μετασυγκριτικός Low diacritics: μετασυγκριτικός Capitals: ΜΕΤΑΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metasynkritikós Transliteration B: metasynkritikos Transliteration C: metasynkritikos Beta Code: metasugkritiko/s

English (LSJ)

suitable to produce alteration of the condition of the pores, metasyncritic; v. μετασυγκρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

μετασυγκρῐτικός: -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, διαφορητικός, δύναμις Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.

Greek Monolingual

μετασυγκριτικός, -ή, -όν (Α) μετασυγκρίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετασύγκριση ή αυτός που προκαλεί μετασύγκριση.
επίρρ...
μετασυγκριτικῶς (Α)
με μετασύγκριση.