ἐδάφιον
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
τό, ἐδαφίου,
1 Dim. of ἔδαφος 4, text, manuscript, Alex. Aphr.in Metaph.738.17; τῶν κατηγοριῶν τὰ ἐδάφια Dexipp.in Cat.5.14, cf. Eust.1532.63, Tz.H.4.202, Sch.Pi.O.5.1.
b foundational text, sacred text, τὸ ἐδάφιον τοῦ Ἀποστόλου ἀναγνωσθῆναι, Adam.Dial.224.
2 small plot of land, κενὸν ἐδάφιον IG 7.2808a.29 (Hieto III d.C.).
Spanish (DGE)
ἐδαφίου, τό
1 pequeño terreno κενὸν ἐδάφιον IG 7.2808a.29 (Hieto III d.C.).
2 texto, edición, manuscrito ὁ ἐν τῷ ἐδαφίῳ ... γράφων Alex.Aphr.in Metaph.738.17, τῶν Κατηγοριῶν νενοηκέναι πρῶτον τὰ ἐδάφια ἀκριβῶς Dexipp.in Cat.5.14, αὕτη ἡ ᾠδὴ ἐν μὲν τοῖς ἐδαφίοις οὐκ ἦν Sch.Pi.O.5.inscr.a, cf. Aristid.Pro.129.4, 155.13, Tz.H.4.205
•texto consagrado e.e. texto base τὸ ἐδάφιον τοῦ Ἀποστόλου ἀναγνωσθῆναι Adam.Dial.224.
German (Pape)
[Seite 715] τό, dim. zum Folgdn, Grundtext, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδάφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔδαφος, χωρίον συγγραφέως ἐν βιβλίῳ, Εὐστ. 1532. 63.
Greek Monolingual
το (εδάφιον, AM ἐδάφιον)
χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον»)
νεοελλ.
(για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του αριθμού 2 του νόμου ΑΧΕ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδαφος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. και χωρίον < χώρα + -ιον)].