ἐδάφιον

From LSJ
Revision as of 11:16, 5 October 2024 by lsj>Spiros

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐδᾰ́φιον Medium diacritics: ἐδάφιον Low diacritics: εδάφιον Capitals: ΕΔΑΦΙΟΝ
Transliteration A: edáphion Transliteration B: edaphion Transliteration C: edafion Beta Code: e)da/fion

English (LSJ)

τό, ἐδαφίου,
1 Dim. of ἔδαφος 4, text, manuscript, Alex. Aphr.in Metaph.738.17; τῶν κατηγοριῶν τὰ ἐδάφια Dexipp.in Cat.5.14, cf. Eust.1532.63, Tz.H.4.202, Sch.Pi.O.5.1.
b foundational text, sacred text, τὸ ἐδάφιον τοῦ Ἀποστόλου ἀναγνωσθῆναι, Adam.Dial.224.
2 small plot of land, κενὸν ἐδάφιον IG 7.2808a.29 (Hieto III d.C.).

Spanish (DGE)

ἐδαφίου, τό
1 pequeño terreno κενὸν ἐδάφιον IG 7.2808a.29 (Hieto III d.C.).
2 texto, edición, manuscrito ὁ ἐν τῷ ἐδαφίῳ ... γράφων Alex.Aphr.in Metaph.738.17, τῶν Κατηγοριῶν νενοηκέναι πρῶτον τὰ ἐδάφια ἀκριβῶς Dexipp.in Cat.5.14, αὕτη ἡ ᾠδὴ ἐν μὲν τοῖς ἐδαφίοις οὐκ ἦν Sch.Pi.O.5.inscr.a, cf. Aristid.Pro.129.4, 155.13, Tz.H.4.205
texto consagrado e.e. texto base τὸ ἐδάφιον τοῦ Ἀποστόλου ἀναγνωσθῆναι Adam.Dial.224.

German (Pape)

[Seite 715] τό, dim. zum Folgdn, Grundtext, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐδάφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔδαφος, χωρίον συγγραφέως ἐν βιβλίῳ, Εὐστ. 1532. 63.

Greek Monolingual

το (εδάφιον, AM ἐδάφιον)
χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον»)
νεοελλ.
(για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του αριθμού 2 του νόμου ΑΧΕ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδαφος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. και χωρίον < χώρα + -ιον)].