τριταγωνιστέω
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
to be a player who took the third part (τριταγωνιστής), D.18.262, 265, etc.; τ. τινί play the third part to another, Plu.2.840a.
French (Bailly abrégé)
τριταγωνιστῶ :
jouer les rôles de troisième ordre.
Étymologie: τριταγωνιστής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριταγωνιστέω [τριταγωνιστής] tritagonist spelen.
German (Pape)
ein τριταγωνιστής sein; Dem. 18.265 und öfter; Plut.
Russian (Dvoretsky)
τρῐτᾰγωνιστέω: играть третьестепенную роль Dem.: τ. τινι Plut. играть третью роль в чем-л.
Greek Monotonic
τρῐτᾰγωνιστέω: μέλ. τριταγωνιστήσω, είμαι τριταγωνιστής, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτᾰγωνιστέω: εἶμαι τριταγωνιστής, Δημ. 314. 12· ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δὲ ἐθεώρουν 315. 18, κλπ.· τριταγωνιστῶν Ἀριστοδήμῳ ἐν τοῖς Διονυσίοις διετέλει Πλούτ. 2. 840Α.
Middle Liddell
τρῐτᾰγωνιστέω, fut. -ήσω
to be a τριταγωνιστής, Dem. [from τρῐτᾰγωνιστής]