ποιμενική
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ἡ ποιμενική (sc. τέχνη) = art of shepherding Pl.R. 345d.
Russian (Dvoretsky)
ποιμενική: ἡ (sc. τέχνη) искусство пастьбы Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
French (Bailly abrégé)
ἡ ποιμενική (τέχνη) PLAT l'art de faire paître les troupeaux.
Étymologie: ποιμήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἡ ποιμενική (sc. τέχνη) vak van herder Plat. Resp. 345d.