προσπατταλεύω
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
German (Pape)
[Seite 776] att. statt προσπασσαλεύω.
French (Bailly abrégé)
att. c. προσπασσαλεύω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. προσπασσαλεύω.
Russian (Dvoretsky)
προσπαττᾰλεύω: атт. = προσπασσαλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσπατταλεύω, Ion. προσπασσαλεύω vastnagelen, vastspijkeren:. σ (ε)... προσπασσαλεύσω τῷδε... πάγῳ ik zal je vastnagelen aan deze rots Aeschl. PV 20. aan een spijker ophangen:. π. τὸν τρίποδα de drievoet Hdt. 1.144.3.