κολυμβητικός

From LSJ
Revision as of 12:38, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " )" to ")")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολυμβητικός Medium diacritics: κολυμβητικός Low diacritics: κολυμβητικός Capitals: ΚΟΛΥΜΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kolymbētikós Transliteration B: kolymbētikos Transliteration C: kolymvitikos Beta Code: kolumbhtiko/s

English (LSJ)

κολυμβητική, κολυμβητικόν, of or for diving: ἡ κολυμβητική (sc. τέχνη) the art of diving, Pl.Sph.220a.

German (Pape)

[Seite 1476] zum Tauchen od. Schwimmen gehörig; ἡ κολυμβητική, sc. τέχνη, die Taucherkunst, Plat. Soph. 220 a.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κολύμβημα· ἡ -κή (δηλ. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ κολυμβᾶν, Πλάτ. Σοφ. 220Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κολυμβητικός, -ή, -όν) κολυμβητής
1. αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην κολύμβηση («κολυμβητικοί αγώνες»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κολυμβητική
η τέχνη της κολύμβησης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολυμβητικά
ζωολ. υπόταξη δεκάποδων καρκινοειδών που περιλαμβάνει τις γαρίδες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολυμβητικός -ή -όν [κολυμβάω] duik-:. ἡ κολυμβητική (sc. τέχνη) duikkunst Plat. Sph. 220a.