ἐκσυρτικός
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
ἐκσυρτική, ἐκσυρτικόν, depilatory, ἔμπλαστρον Hierocl.Facet.221.
Spanish (DGE)
-ή, -όν depilatorio, ἔμπλαστρον Hierocl.Facet.221.
Greek Monolingual
ἐκσυρτικός, -ή, -όν (Α)
αποψιλωτικός, κατάλληλος για αποψίλωση.