Διογενής
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
Διογενές,
A sprung from Zeus, in Hom. epithet of kings, ordained and upheld by Zeus, Il.1.337, al.; δ. Ὀδυσεύς Od.2.352; later, Δ. θεοί A.Th.301 (lyr.), Supp.631 (lyr.), Ar.Av.1263; Διογενὲς κράτος, of Pallas, A.Th.127 (lyr.); δ. τέκνον S.Aj.91; Ἀμφίων A.Th.528; αἷμα τὸ δ., of Achilles, E.Andr. 1195 (lyr.): generally, divine, φάος Id.Med.1258 (lyr.).
II parox., Διογένης, ους, ὁ, pr. n. [Δῑ- in Ep., ῑ in Trag.]
Greek (Liddell-Scott)
Διογενής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ Διός γεννηθείς, ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τῶν βασιλέων καὶ ἡγεμόνων ὡς ὁρισθέντων καὶ ὑποστηριζομένων ὑπὸ τοῦ Διὸς (ἐκ δέ Διὸς βασιλῆες Ἡσ. Θ. 96), οὐχὶ ὡς εἰ ὄντως ἐξ αὐτοῦ ἐγεννήθησαν· ὁ Αἰσχύλ. καλεῖ τοὺς θεοὺς αὐτούς: θεοὶ Διογενεῖς Θήβ. 301, Ἱκέτ. 631· ἡ Παλλὰς εἶνε Διογενὲς κράτος, Θήβ. 129, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 91· ὁ Ἀμφίων εἶνε Διογενὴς Θήβ. 528· αἷμα τὸ δ., ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Εὐρ. Ἀνδρ. 1194· καθόλου, θεῖος, φάος ὁ αὐτ. Μηδ. 1258. ΙΙ. παροξ., Διογένης, ους, ὁ, κύρ. ὄνομα. [Δῑ- ἐν Ἐπ.].
Greek Monotonic
Διογενής: [ῑ] [στον Όμηρ.], -ές (γί-γνομαι), γεννημένος, προερχόμενος, σταλμένος από τον Δία· λέγεται για τους βασιλείς και ηγεμόνες, που ορίζονται και υποστηρίζονται από τον Δία, σε Όμηρ.· λέγεται για τους θεούς, σε Τραγ.