μυρόεις
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
μυρόεσσα, μυρόεν, anointed, βόστρυχος AP6.234 (Eryc.); μοιχευταί Man.4.305.
German (Pape)
[Seite 221] μυρόεσσα, μυρόεν, gesalbt, βόστρυχος, Eryc. 2 (VI, 234).
French (Bailly abrégé)
μυρόεσσα, μυρόεν;
parfumé.
Étymologie: μύρον.
Russian (Dvoretsky)
μῠρόεις: μυρόεσσα, μυρόενумащенный (βόστρυχος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠρόεις: μυρόεσσα, μυρόεν, μεμυρωμένος, βόστρυχος Ἀνθ. Π. 6. 234.
Greek Monolingual
μυρόεις, μυρόεσσα, μυρόεν (Α)
μυρωμένος, αρωματισμένος, ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. -όεις (πρβλ. οινόεις)].
Greek Monotonic
μῠρόεις: -εσσα, -εν, μυρωμένος, σε Ανθ.