κατάγχουσα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἡ, = ἄγχουσα (alkanet, anchusa, Anchusa tinctoria), Ps.-Dsc.4.23.
German (Pape)
[Seite 1344] ἡ, = ἄγχουσα, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγχουσα: ἠ, = ἄγχουσα, Διοσκ. 4. 23.
Greek Monolingual
κατάγχουσα, ἡ (Α)
το φυτό άγχουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄγχουσα (ονομασία φυτού)].
Translations
alkanet
French: orcanette des teinturiers; German: Schminkwurz; Ancient Greek: ἀρχέβιον, ἀρχιβδέλλιον, ἄγχουσα, ἔγχουσα, κατάγχουσα, λακχά, ὀνοκλεία, ὀνόκλεια; Korean: 알칸나; Polish: alkanna barwierska; Portuguese: alcana; Russian: алканна, алканна красильная