καταίνεσις
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
εως, ἡ,
A betrothal, Plu.TG4.
German (Pape)
[Seite 1350] ἡ, das Versprechen, Zusage, sponsio; καταινέσεως οὕτω γενομένης Plut. Tib. Graech. 4.