βωλοειδής
From LSJ
English (LSJ)
βωλοειδές, cloddy, lumpy, Thphr. Ign.65, Erot. s.v. μώλυζα. Adv. βωλοειδῶς Dsc.1.73.
Spanish (DGE)
-ές
1 que tiene forma de terrón, aterronado ἡ κονία ... ἡ ἀρτίκαυστος καὶ β. Thphr.Ign.65, σκορόδου κεφαλὴ β. Erot.61.7.
2 adv. -ῶς en forma de terrón ἐκβράσσεται εἰς τὰς ἠιόνας β. συμπεπηγυῖα Dsc.1.73.
German (Pape)
[Seite 468] ές, schollig, klumpig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βωλοειδής: ἐς, ἔχων βώλακας ἤ βώλους, Θεόφρ. Πυρ. 65. ― Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 100.
Greek Monolingual
βωλοειδής, -ές (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει βώλους, εύφορος.