κήληθρον
From LSJ
ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
English (LSJ)
τό, = κήλημα (charm, spell, magic charm), Phryn. PS p. 80 B.
German (Pape)
[Seite 1431] τό, Beschwichtigungsmittel, Zaubermittel, Phryn. in B. A. 46, 25.
Greek Monolingual
κήληθρον, τὸ (Α)
κήλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα -(η)θρον (πρβλ. έλκηθρον, μέλπηθρον)].
Greek (Liddell-Scott)
κήληθρον: τό, = κήλημα, Α. Β. 46. 25.