ἐπιβραβεύω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
adjuger, décerner.
Étymologie: ἐπί, βραβεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβρᾰβεύω: уделять, отдавать, давать Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβραβεύω: παρέχω, ἀπονέμω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8735. 3, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
(Μ ἐπιβραβεύω)
επιδοκιμάζω με ηθική ή υλική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου
μσν.
δίνω ως βραβείο.