βήχας
τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain
Greek Monolingual
ο (AM βήξ, βηχός)
σπασμωδική εμπνοή αέρα από τους πνεύμονες, με χαρακτηριστικό ήχο
νεοελλ.
φρ.
1. «κόβω τον βήχα κάποιου» — αποθαρρύνω κάποιον, τον αναγκάζω να σταματήσει τις απαιτήσεις του
2. «απορία ψάλτου βηξ» — για ανθρώπους που προσπαθούν αδέξια να κρύψουν την αμάθειά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Όπως άλλα ονόματα που σημαίνουν ασθένεια (πρβλ. λυγξ, φριξ και με διαφορετικό σχηματισμό φαγέδαινα), αρχικά η λ. βηξ εκφράζει το κακό ως δραστική δύναμη, χωρίς και να είναι αναγκαίο να υποθέσει κανείς κάποιο «δαιμόνιο» τον βήχα. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. βηξ πιθ. ανάγεται σε ρίζα gwākh- / gūkh- (πρβλ. αγγλ. cough).
ΠΑΡ. βηχικός
αρχ.
βήσσω, βηχώδης αρχ.-μσν. βηχίον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. γαϊδουρόβηχας, κορακόβηχας, ξερόβηχας, σκυλόβηχας, τσιγαρόβηχας].
Translations
cough
Albanian: kollë; Alviri-Vidari Vidari Arabic: سُعْلَة, سُعَال; Egyptian Arabic: كحة; Hijazi Arabic: كحة; Moroccan Arabic: سعلة, كحبة, كحة; Armenian: հազ; Aromanian: tusi; Assyrian Neo-Aramaic: ܫܥܘܿܠܵܐ, ܫܥܵܠܵܐ; Asturian: tos, tus; Azerbaijani: öskürək, öskürtü; Bashkir: йүткерек, йүтәл; Basque: eztul; Belarusian: кашаль; Bhojpuri: खांसी; Bikol Central: abo; Breton: paz; Bulgarian: кашлица; Burmese: ချောင်း; Buryat: ханяадан, ханяалга; Catalan: tos; Cebuano: ubo; Chamicuro: e'tes̈huli; Chinese Mandarin: 咳嗽; Cornish: pas; Crimean Tatar: öksürik; Czech: kašel; Danish: hoste; Dutch: hoest, kuch; Esperanto: tuso; Estonian: köha; Extremaduran: tossi; Finnish: yskähdys, yskäisy; French: toux; Friulian: tos; Galician: tose, tusido; Georgian: ხველა, დახველება; German: Husten; Greek: βήχας; Ancient Greek: βήξ; Guaraní: hu'u; Hawaiian: kunu; Hebrew: שיעול \ שִׁעוּל; Higaonon: ubo; Hiligaynon: obo; Hindi: खांसी, खाँसी; Hungarian: köhögés; Icelandic: hósti; Ido: tuso; Ilocano: uyek; Indonesian: batuk; Interlingua: tusse, tussir; Irish: casacht; Italian: tosse, colpo di tosse; Japanese: 咳; Javanese: watuk; Kapampangan: uku; Kazakh: жөтел; Khmer: ក្អក; Kinaray-a: ubo; Korean: 기침; Kurdish Northern Kurdish: kuxik; Kyrgyz: жөтөл; Lao: ສຽງໄອ, ໄອ; Latgalian: kuoss; Latvian: klepus, kāss; Lithuanian: kosulys; Lombard: toss, tuss; Luxembourgish: Houscht; Macedonian: кашлица; Malay: batuk; Malayalam: ചുമ; Meru: kibara; Mongolian: ханиад, ханиалга; Navajo: dikos; Nepali: खोकी; Norman: toux; Norwegian Bokmål: host; Nynorsk: host; Occitan: tos; Old English: hwōsta; Old Javanese: watuk; Oromo: qufaa; Ossetian: хуыфӕг; Pangasinan: okok; Persian: سرفه; Plautdietsch: Hoost; Polish: kaszel; Portuguese: tosse; Punjabi: ਖੰਘ; Quechua: uhu; Romanian: tuse; Russian: кашель; Scots: coch; Scottish Gaelic: casad; Serbo-Croatian Cyrillic: кашаљ; Roman: kašalj; Sicilian: tussi; Slovak: kašeľ; Slovene: kašelj; Spanish: tos; Swahili: kikohozi; Swedish: hostning; Tagalog: ubo; Tajik: сулфа; Tamil: இருமல்; Tatar: ютәл; Tausug: ubu; Telugu: దగ్గు; Thai: การไอ, ไอ, อาการไอ; Tibetan: གློ; Tocharian B: kosi; Turkish: öksürük; Turkmen: üsgülewük; Ukrainian: кашель; Urdu: کھانسی; Uyghur: يۆتەل; Uzbek: yoʻtal; Venetan: tose, tos; Vietnamese: sự ho; Volapük: kög; Walloon: tosse; Waray-Waray: ubo; Welsh: peswch; White Hmong: hnoos; Yiddish: הוסט; Zazaki: kığte