φλεβοτομία

From LSJ
Revision as of 10:44, 9 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Oeffnen" to "Öffnen")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεβοτομία Medium diacritics: φλεβοτομία Low diacritics: φλεβοτομία Capitals: ΦΛΕΒΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: phlebotomía Transliteration B: phlebotomia Transliteration C: flevotomia Beta Code: flebotomi/a

English (LSJ)

Ion. φλεβοτομίη, ἡ, phlebotomy, blood-letting, Hp.Coac.288, Nat.Hom.11, Aristid.Or.49(25).34 (pl.), Gal.6.256; φλεβοτομίας ποιεῖσθαι Polybus ap.Arist.HA512b17.

German (Pape)

[Seite 1290] ἡ, das Öffnen der Ader, Aderlassen, Arist. H. A. 3, 3 u. Medic.

Russian (Dvoretsky)

φλεβοτομία:рассечение вены, т. е. кровопускание Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοτομία: ἡ, ἡ τομή, τὸ ἄνοιγμα φλεβός, ἀφαίρεσις αἵματος διὰ τομῆς φλεβός, Γαλην., κλπ.· φλεβοτομίας ποιεῖσθαι Πόλυβος ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
τομή φλέβας
νεοελλ.
ιατρ. διατομή του τοιχώματος μιας φλέβας για εκτέλεση αφαιμάξεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλεβοτόμος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phlebotomie].

Translations

phlebotomy

Bulgarian: кръвопускане; Finnish: flebotomia; French: phlébotomie; German: Aderlass; Greek: φλεβοτομία; Ancient Greek: φλεβοτομία, φλεβοτομίη; Hungarian: érmetszés, érvágás; Ido: veinoseko; Italian: flebotomia; Latin: phlebotomia; Ottoman Turkish: قان; Portuguese: flebotomia; Punjabi: ਪੱਛ; Spanish: flebotomía; Tagalog: pagtatabad; Turkish: flebotomi