πιθανολόγημα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, probable argument, Sch.E.Hec. 258.
Greek (Liddell-Scott)
πιθανολόγημα: τό, λόγος πιθανός, πιθανολογία, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. 255.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πιθανολογώ
1. πιθανός λόγος ή γνώμη για την πιθανότητα ενός πράγματος
2. επιχείρημα που βασίζεται σε πιθανότητες.