πιθανολόγημα

From LSJ
Revision as of 07:48, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθᾰνολόγημα Medium diacritics: πιθανολόγημα Low diacritics: πιθανολόγημα Capitals: ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: pithanológēma Transliteration B: pithanologēma Transliteration C: pithanologima Beta Code: piqanolo/ghma

English (LSJ)

-ατος, τό, probable argument, Sch.E.Hec. 258.

Greek (Liddell-Scott)

πιθανολόγημα: τό, λόγος πιθανός, πιθανολογία, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. 255.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πιθανολογώ
1. πιθανός λόγος ή γνώμη για την πιθανότητα ενός πράγματος
2. επιχείρημα που βασίζεται σε πιθανότητες.