ἀνθεκτέον
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
one must cleave to, τούτου ἀ. τοῖς ἐπιμεληταῖς Pl.R. 424b; ἀ. τῆς μέσης ἕξεως Arist.EN1126b9: so in plural, ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Th.1.93.
Spanish (DGE)
hay que cuidarse de c. gen. τούτου Pl.R.424b, τῆς θαλάσσης ... ἀνθεκτέα ἐστί hay que dedicarse a las cosas del mar Th.1.93, δῆλον οὖν ὅτι τῆς μέσης ἕξεως ἀνθεκτέον es claro, entonces, que hay que atenerse a la disposición intermedia del alma, Arist.EN 1126b9.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθεκτέον: adj. verb. к ἀντέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀντέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀντέχηταί τινος, τούτου ἀνθεκτέον τοῖς ἐπιμεληταῖς, εἰς τοῦτο πρέπει νὰ προσέχωσιν οἱ ἐπιμεληταί, Πλάτ. Πολ. 424B· τῆς μέσης ἕξεως ἀνθεκτέον Ἀριστ. Ἠ0. Ν. 4.11, 14· οὕτω κατὰ πληθ., ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 93.
Greek Monotonic
ἀνθεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀντ-έχω, αυτό που πρέπει να προσχωρηθεί, να προσκολληθεί σε, με γεν., σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. ἀνθεκτέα, σε Θουκ.