διαχράομαι
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
fut. -ήσομαι, Dor. 3sg.
A διαχρησεῖται Theoc.15.54. I Dep., c. dat. rei, use constantly or habitually, chiefly in Hdt., τῇ αὐτῇ γλώσσῃ 1.58; τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2.127; οὐκ οἴνῳ διαχρέωνται 1.71, cf. 2.77; ἐσθῆτι φοινηκηΐῃ 4.43; τῇ ἀληθείῃ δ. speak the truth, 3.72; οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3.66, cf. 6.58; ἀρετῇ 7.102; ἀγνωμοσύνῃ 6.10; ἀναιδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7.210; νόμοις τοῖς προτέροισιν Ar.Ec.609; λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ. use hunger as a sauce, X.Cyr.1.5.12. b of passive states, meet with, suffer under, συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Hdt. 3.117, 1.167; αὐχμῷ δ. Id.2.13. 2 treat, handle, ἀνομώτατα Str. 6.1.8: c. acc., destroy, kill, Hdt.1.24, 110, Antipho1.23, Th.3.36, etc. II Pass., to be lent out to different persons, v. διακίχρημι. 2 to be killed, D.L.1.102. III later in Act., διαχράω reveal by oracle, τελετήν Orac. ap. Phleg.Olymp.Fr.1.
German (Pape)
[Seite 613] ion. auch διαχρέομαι, διαχρέωνται (s. χράω); 1) fortwährend brauchen, übh. = brauchen, sich bedienen; häufig bei Her.: ἐσθῆτι 4, 43; οἴνῳ 1, 71; ὀνόματι 1, 171; τῷ αὐτῷ τρόπῳ 7, 9, 2; τῇ ἀληθείῃ 3, 72. 7, 102; ähnl. ἀρετῇ 7, 102; auch von unangenehmen Dingen, σ υμφορῇ μεγάλῃ, μόρῳ, ὀλέθρῳ, 3, 117. 1, 110. 167. Auch Ar., νόμοις Eccl. 609; λιμῷ ὥςπερ ὄψῳ Xen. Cyr. 1, 5, 12. – 2) c. acc., verbrauchen. tödten; Her 1. 24; Antiph. 1, 23; Thuc. 3, 36, u. öfter bei Folgdn; νόσος διαχρωμένη σῶμα, aufreiben, Plut. Pericl. 38. – Sp. = behandeln; τοῖς ἐναντίοις τὸ ἴδιον δέμας Luc. Cyn. 1; ἀνομώτατα αὐτοὺς διεχρήσατο Strab. 6, 1, 8.