μισθοδοσία

From LSJ
Revision as of 13:37, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοδοσία Medium diacritics: μισθοδοσία Low diacritics: μισθοδοσία Capitals: ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ
Transliteration A: misthodosía Transliteration B: misthodosia Transliteration C: misthodosia Beta Code: misqodosi/a

English (LSJ)

(from μισθοδοτέω) ἡ, payment of wages, Th.8.83, X.An.2.5.22 (pl.), etc.; τῶν ξένων D.S.16.73.

German (Pape)

[Seite 190] ἡ, das Lohngeben, Besolden; Thuc. 8, 83; Xen. An. 2, 5, 22; Pol. 1, 69, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
paiement d'une solde ; solde.
Étymologie: μισθοδότης.

Russian (Dvoretsky)

μισθοδοσία:выплата жалованья, оплата (τῶν ξένων Diod.): ἄρρωστος ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc. задерживающий выплату жалованья.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοδοσία: ἡ, ἡ πληρωμὴ τοῦ μισθοῦ, Θουκ. 8. 83, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 22, κ. ἀλλ.· τῶν ξένων Διόδ. 16. 73.

Greek Monolingual

η (Α μισθοδοσία) μισθοδότης
καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.)
νεοελλ.
το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές.

Greek Monotonic

μισθοδοσία: ἡ, καταβολή μισθού, σε Θουκ., Ξεν.

Lexicon Thucydideum

stipendii solutio, payment of tribute, 8.83.2.