μεταπύργιον
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
English (LSJ)
τό, = μεσοπύργιον, space between two towers, curtain, Th.3.22, Lys.Fr.97 S., IG22.463.49, 22.1658, al., Ph.Bel.80.11, J.BJ 3.5.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 153] τό, = μεσοπύργιον, der Raum zwischen zwei Thürmen, Thuc. 3, 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. μεσοπύργιον.
Étymologie: μετά, πύργος.
Russian (Dvoretsky)
μεταπύργιον: τό Thuc. = μεσοπύργιον.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπύργιον: τό, = μεσοπύργιον, Θουκ. 3. 22, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ.
Greek Monotonic
μεταπύργιον: τό (πύργος), τοίχος μεταξύ δύο πύργων, παραπέτασμα, σε Θουκ.
Middle Liddell
μετα-πύργιον, ου, τό, πύργος
the wall between two towers, the curtain, Thuc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
spatium inter duas turres, space between two towers, 3.22.3, 3.23.1.