άφεγγος

From LSJ
Revision as of 09:06, 17 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=αφεγγής, -ές και άφεγγος, -η, -ο (AM ἀφεγγής, -ές) φέγγος<br />ο δίχως φέγγος, ο σκοτεινός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>άφεγγα</i><br />πριν ξημερώσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αόρατος, αμυδρός, δυσδιάκριτος<br /><b>2.</b> ατυχής, δυστυχισμένος<br /><b>3.</...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source

Greek Monolingual

αφεγγής, -ές και άφεγγος, -η, -ο (AM ἀφεγγής, -ές) φέγγος
ο δίχως φέγγος, ο σκοτεινός
νεοελλ.
επίρρ. άφεγγα
πριν ξημερώσει
αρχ.
1. αόρατος, αμυδρός, δυσδιάκριτος
2. ατυχής, δυστυχισμένος
3. ο τυφλός
4. φρ. «νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον» — το φεγγάρι
5. «φῶς ἀφεγγὲς» — το φως που δεν είναι φως (για τους τυφλούς).