Νειλῷος

From LSJ
Revision as of 14:00, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νειλῷος Medium diacritics: Νειλῷος Low diacritics: Νειλώος Capitals: ΝΕΙΛΩΟΣ
Transliteration A: Neilō̂ios Transliteration B: Neilōos Transliteration C: Neiloos Beta Code: *neilw=|os

English (LSJ)

α, ον, = Νειλαῖος, Luc.Nav.15, PMasp.2 ii 21 (vi A.D.); τὰ Νειλῷα festival on the inundation of the Nile, Hld.9.9.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
du Nil.
Étymologie: Νεῖλος.

Russian (Dvoretsky)

Νειλῷος: нильский, т. е. египетский (ταρίχη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

Νειλῷος: -α, -ον, = Νειλαῖος, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15 τὰ Νειλῷα, ἑορτὴ κατὰ τὴν πλήμμυραν τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 9. 9, πρβλ. Διόδ. 1. 36.

Greek Monotonic

Νειλῷος: -α, -ον, = Νειλαῖος, σε Λουκ.

Greek Monolingual

νειλῷος, νειλῴα, νειλῷον (ΑΜ, Α ανώμ. θηλ. νειλωΐς, -ΐδος) Νείλος
αυτός που προέρχεται από τον Νείλο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νειλῷα
εορτή τών Αιγυπτίων κατά την πλημμύρα του Νείλου («καὶ γὰρ πως συνέπεσε καὶ τὰ Νειλῷα τότε, τὴν μεγίστην παρ' Αἰγυπτίοις ἑορτήν», Ηλιόδ.).