λιχνώδης

From LSJ
Revision as of 12:22, 22 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχνώδης Medium diacritics: λιχνώδης Low diacritics: λιχνώδης Capitals: ΛΙΧΝΩΔΗΣ
Transliteration A: lichnṓdēs Transliteration B: lichnōdēs Transliteration C: lichnodis Beta Code: lixnw/dhs

English (LSJ)

λιχνώδες, = λίχνος, greedy, Ael.Fr.325 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

λιχνώδης: -ες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.

Greek Monolingual

λιχνώδης, -ῶδες (AM) λίχνος
επιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδες
η λαιμαργία, η λιχνεία.

German (Pape)

ες, leckerhaft, Suid.