προδίδωμι
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
A give beforehand, pay in advance, X.HG1.5.7, IG22.1304.34; προεδίδου cj. for προσ- in Plb.8.15.7; προδιδούς, opp. ἐπιδιδούς, Gal.12.174; give first, Ep.Rom.11.35:—Pass., Arist.Oec.1350a36; τῶν -δεδομένων τιμῶν Inscr.Prien.107.17, cf. GDI5181.34 (Crete); of a menu-tablet, Ath.2.49d. II give up, [κλῆρον] PPetr.3p.96(iii B.C.); deliver up, τοὺς ὁμοκωμήτας ἡμῖν PThead.17.16(iv A.D.): most freq., give up to the enemy, betray, τοὺς λοιποὺς τοῖσι Σαμίοισι Hdt.6.23; τὸ σὸν θνητοῖσι π. γέρας A.Pr.38, etc.; π. τὴν Ποτείδαιαν Hdt.8.128; τὰν φυγάδα A.Supp.420(lyr.); ἱκέτας E.Heracl.246; πυργώματα A.Th.251; τὰς πύλας, φρούριον, Ar.Av.766, Ra.362; of a woman, π. τὸ σῶμα Lys.Fr.90: c. inf., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν E.Or.1588, cf. Alc.659:—Pass., προδοθέντες ὑπὸ Σιτάλκεω ἥλωσαν Hdt.7.137; ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι S.Ph.923. 2 forsake, abandon, οἵ με φίλοι προὔδωκαν Thgn.813; π. τὴν Ἑλλάδα Hdt.9.7.β, Ar.Pax408; μηδαμῶς . . προδῷς με Id.Th.229; τὴν μητέρα π. Antipho 1.5; τὴν πολιτείαν Pl.Lg.762c; σαυτόν Id.Cri.45c:—Pass., προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων Hdt.9.60, cf. Vett.Val.78.19. 3 abs., play false, desert, Hdt.5.113, 6.15, etc.; οὔτοι προδώσει χρησμός will not prove traitor, A.Ch.269; χάρις . . προδοῦσ' ἁλίσκεται S.Aj.1267; ἢν προδιδῶσι πρὸς τοὺς κατιόντας treat treasonably with them, Hdt.3.45: c. acc. cogn., προδοσίαν π. to be guilty of treachery, Din.1.10. 4 with a thing as subject, betray, fail one, [αἱ κάτω πλίνθοι] π. τὰς ἄνω X.HG5.2.5; ὁ ὀφθαλμὸς π. τινά D.52.13: intr.,fail, of wine, Xenoph. 1.5; of a river, run dry, Hdt.7.187; of a barricade that has proved useless, Id.8.52. 5 with a thing as object, surrender, give up, προδέδοται τὰ κρυπτά E.IA1140; χάριν π. to be thankless, Id.Heracl. 1036; τὰ πράγματα Ar.Eq.241; τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι Pl.R.607c; τὸ δίκαιον Id.Lg.907a; ἑτέροισι τὴν νίκην ib.906e; καιρὸν τοῖς ἐναντίοις D.19.6; to be false to, fail to uphold, ὅρκους X.Cyr.5.1.22; τὴν καταχειροτονίαν D.21.120; give up as lost, bid adieu to, ἡδονάς S.Ant.1166; τὰς ἐλπίδας Ar.Nu.1500; τὴν ἐκείνου προαίρεσιν D. 60.28; τὸν ἀγῶνα Aeschin.1.115.
German (Pape)
[Seite 716] (s. δίδωμι), 1) vorher od. vorausgeben, vorausbezahlen, Pol. 8, 17, 7. – 2) bes. herausgeben, dem Feinde ausliefern, verrathen; ὅστις τὸ σὸν θνητοῖσι προὔδωκεν γέρας, Aesch. Prom. 38; μὴ προδῷς πυργώματα, Spt. 233; τὸν φυγάδα μὴ προδῷς, Suppl. 415, u. öfter; ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι, Soph. Phil. 911; μήποτε προδώσειν τάσδε ἑκών, O. C. 1630, u. oft; auch ἐπ' ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς, Ant. 322; ἄνδρ' ἀπόντ' ἐκ δωμάτων προὔδωκε, Eur. Or. 574, u. öfter; auch c. int., ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν, 1588; τὰς πύλας, φρούριον, Ar. Av. 766 Ran. 362; τὰ πράγματα, Equ. 241; u. in Prosa: τινί τι, Her. 6, 23. 8, 128; u. pass., 7, 137; auch = in der Noth verlassen, im Stiche lassen, bes. in der Schlacht, 5, 113. 6, 15; πρός τινα, 3, 45; τὸ δοκοῦν ἀληθὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι, Plat. Rep. X, 607 c; οἳ τὸ δίκαιον οὐκ ἄν ποτε προδοῖεν ἕνεκα δώρων, Legg. X, 907 a, u. öfter, wie Xen., z. B. Cyr. 6, 3, 27; προδοσίαν ἣν προδέδωκε, Din. 1, 10; – aufgeben, τὰς ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, Soph. Ant. 1165; ἀγῶνα, Aesch. 1, 115. – Auch scheinbar intr., wie deficere, abnehmen, ausgehen, z. B. von einem Flusse, der austrocknet und nicht mehr für das Bedürfniß der Trinkenden hinreicht, sie gleichsam verräth oder im Stiche läßt, Her. 7, 187; von einem Walle, der nachgiebt, seine Dienste versagt, 8, 52; vgl. Xen. Hell. 5, 2, 5; ἐπεὶ ᾔσθετο τὸν ὀφθαλμὸν αὐτὸν προδιδόντα, daß seine Augen ihn verließen, Dem. 52, 13.