ἐπιστατέω
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
pf.
A ἐπεστάτηκα Michel164.10 (Delos):—to be an ἐπιστάτης, to be set over, ποιμνίοις S.OT1028, E.Fr.188.4; ἡ ψυχὴ ἐ. τῷ σώματι Pl.Grg.465d; ἐπιστήμη ἐ. τῇ πράξει Id.R.443e; τῷ τοῦ νομοθέτου ἔργῳ Id.Cra.390c, cf. 405d (but τέχνῃ according to art, Id.Plt. 293b): abs., Durrbach Choix d'inscrr. de Délos159, PCair.Zen.34.7; εἰ μὴ ἐπιστατοῖ τὸ τάττον Plot.4.4.16. 2. c. gen., to be in charge of, have the care of, τοῦ ἔργου Hdt.7.22; ἔργων X.Mem.2.8.3; ζῴων Id.Cyr.1.1.2; τοῦ εἶναι οἵους δεῖ ib.8.1.16; τῆς παιδείας Pl.R.600d; οὐκ ὀρθῶς ἂν ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Id.Prt.338b; ὅλων τῶν πραγμάτων Isoc.4.104; τῶν λαῶν σκληρῶς ἐ. Mnaseas 32; ἐ. νοσεόντων Hp.Praec.6. 3. stand by, aid, οὐ ψεῦδις μάρτυς ἕργμασιν ἐ. Pi.N.7.49; Παιὼν τῷδ' ἐπεστάτει λόγῳ A.Ag.1248. 4. rarely c. acc., attend, follow, τίς γάρ με μόχθος οὐκ ἐπεστάτει; S.Fr.150. 5. stand in the rear rank, Ascl.Tact.10.15. 6. notice, observe, Sch.Pi. O.3.81. II. at Athens and elsewhere, to be ἐπιστάτης or president (in the βουλή and ἐκκλησία), freq. at the head of decrees, ἔδοξεν τῷ δήμῳ· . . Νικιάδης ἐπεστάτει Th.4.118, cf. Ar.Th.374, Lexap.And.1.96, IG12.10, al., Arist.Ath.44.3; in other cities, SIG279.1 (Zelea, iv B.C.), OGI219.1 (Ilium, iii B.C.), etc.; προέδρων Inscr.Magn.2, al.: generally, preside over, δικαστηρίων OGI556.13 (Tlos). 2. exercise the office of ἐπιστάτης 111.2, τοῦ Καίσαρος ναοῦ ib.555.2 (Oenoanda): abs., SIG707.21 (Olbia, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 983] ein ἐπιστάτης sein, die Aufsicht worüber haben, vorstehen, besorgen, beaufsichtigen, οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἕργμασιν ἐπιστατεῖ Pind. N. 7, 49; Παιὼν τῷδ' ἐπιστατεῖ λόγῳ Aesch. Ag. 1221; ποιμνίοις ἐπεστάτουν Soph. O. R. 1028. τοῦ ἔργου Her. 7, 22, v. l. ἐπέστασαν, sonst nicht bei Her.; gew. in Prosa c. dat., ἐπιστατεῖ ὁ θεὸς τῇ ἁρμονίᾳ Plat. Crat. 405 d; ἡ ψυχὴ τῷ σώματι Gorg. 465 c; τὸν ταῖς ἀγέλαις ἐπιστατήσοντα Polit. 294 e; τὴν ἐπιστατοῦσαν ταύτῃ τῇ πράξει ἐπιστήμην Rep. IV, 443 e, τοῖς αὐτοῖς Isocr. 3, 18, πᾶσι τοῖς τεχνίταις Plut. Pericl. 13; – c. gen., ποιμνίων Eur. fr. 25, τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Plat. Prot. 338 b; Rep. VII, 521 e, τῶν πραγμάτων Isocr. 4, 105; τῶν λαῶν ἐπεστατηκέναι Ath. VIII, 346 d; νοσεόντων, Kranke besorgen, kuriren, Hippocr.; εἶναι, besorgen, daß Etwas geschehe, Xen. Cyr. 8, 1, 16. – Bes. in Athen. ἐπιστάτης sein, Th. 4, 118; vgl. Ar. Th. 373, ähnl. ἐπιστατοῦντος τοῦτο Περικλέους Plut. Pericl. 13; Inscr. – Herantreten, herannahen. τίς γάρ με μόγθος οὐκ ἐπεστάτει, traf mich nicht. Soph. frg. 163.