ψεῦδις
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
ιος, ὁ, ἡ, poet. word, = ψευδής, Pi.N.7.49.
German (Pape)
[Seite 1394] ὁ, ἡ, poet. statt ψευδής, Pind. N. 7, 49, μάρτυς.
Russian (Dvoretsky)
ψεῦδις: ιος adj. ложный, лживый (μάρτυς Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ψεῦδις: -ιος, ὁ, ἡ, ποιητ. λέξις = ψευδής, Πινδ. Ν. 7.72.
English (Slater)
ψεῡδις deceitful οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων pr. (N. 7.49) [ψεύδι (coni. Wil.: ψεῦδει codd.) (N. 8.25) ]
Greek Monolingual
-εύδιος, ὁ, ἡ, Α ψεῡδος
(ποιητ. τ.) ψευδής.
Greek Monotonic
ψεῦδις: -ιος, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί ψευδής, σε Πίνδ.