ἀναπίτνημι
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
poet. for ἀναπετάννυμι, inf.
A -πιτνάμεν Pi.O.6.27.
German (Pape)
[Seite 202] p. = ἀναπετάννυμι, Pind. Ol. 6, 27; Nic. Al. 435; – aber ἀλώπηξ ἀναπιτναμένα Pind. I. 3, 65, der sich zurückbiegt, = ἀναπίπτουσα.