παρείσειμι
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo), = παρεισέρχομαι, Men.202, Nicostr. Com.4, Philippid.8, Arist.Resp.476a30.
German (Pape)
[Seite 512] (s. εἶμι), = παρεισέρχομαι; Antiphan. bei Ath. III, 118 e; Pol. 5, 75, 8, wie a. Sp.