ἐνθυμέομαι
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
fut.
A -ήσομαι Lys.12.45, later -ηθήσομαι Philostr.VS2.26.3, Epict.Ench.21, etc.: aor. ἐνεθυμήθην Ar.Ra.40, Th.2.62, Lys.31.27, etc.: pf. ἐντεθύμημαι Th.1.120: plpf. ἐνετεθύμητο Lys.12.70:—lay to heart, ponder, ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα Th.2.40; ἄξιον ἐνθυμηθῆναι Antipho6.20; πρὸς ἐμαυτόν And.1.50; ἐ. καὶ λογίζεσθαι freq. joined in D., as 1.21,al. b c. gen., ἐνθυμεῖσθαί τινος think much or deeply of, τοῦ θανόντος Semon.2; τούτων οὐδὲν ἐ. Hermipp.41; τῶν λεγομένων Antipho 5.6; ὧν ἐνθυμηθέντες Th.1.42, cf. Pl.Mx. 249c, X.Mem.1.1.17; τῶν προγόνων ἐ. ὅτι . . Lys.16.20; also περί τινος Pl.R.595a. c folld. by a relat., ἐ. ὅτι .. notice or consider that... Ar.Nu.820, Th.5.111, etc.; ὡς .. how... Ar.Ra.40, X.Mem.4.3.3, etc.; εἰ . . Isoc.15.60; μὴ . . Pl.Euthd. 279c, Hp.Ma.300d. d c. part., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος is not conscious that he is becoming excited, Th.1.120, cf.6.78, X.HG4.4.19. 2 take to heart, be concerned or angry at, τι A.Eu.222; ξυμφοράν Th.7.18, cf. 5.32 (v. ἐνθυμίζομαι) ; εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ' ἐνθυμεῖται μήτ' ὀργίζεται D. 4.43: abs., to be concerned, Hp.Aër.22; = ἐνθύμιον ποιεῖσθαι, D.C. 57.4. 3 form a plan, κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Th.8.68, cf. 2.60; take care, see to it, ἐ. ἵνα μηθεὶς ἀδικῇ PSI4.436.9 (iii B. C.). 4 infer, conclude, τί οὖν ἐκ τούτων . . ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; D.21.54. II Act., ἐνθυμέω Epich.99.4, Aen.Tact.37.6 (s. v.l.); ἐνθυμέομαι, in pass. sense, to be in a person's thoughts, to be desired, κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων App.BC5.133: pf. (cf. 1.3), ταυτὶ μὲν ἡμῖν ἐντεθύμηται καλῶς Ar.Ec.262; εὖ ἐντεθυμημένον Pl.Cra.404a (nisi leg. φιλοσόφου . . καὶ εὖ ἐντεθυμημένου).
German (Pape)
[Seite 843] dep. pass., 1) beherzigen, überlegen, erwägen; Hippocr.; καὶ αὐτοὶ κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα Thuc. 2, 40; τινός, Xen. Hem. 1, 1, 17. 2, 1, 34; καὶ σκοπεῖν, ἥντινα φύσιν ἔχει Plat. Gorg. 499 b; οἶμαι καὶ αὐτὸν σὲ τοῦτο ἐντεθυμῆσθαι, ὅτι Phaed. 86 b; Crat. 404 a ist ἐντεθυμημένον pass., aber l. d.; mit dem partic., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος, er hat nicht bedacht, daß er sich aufreizen läßt, Thuc. 1, 120; οἵων τιμῶν ἀποστέροιτο Xen. Hell. 4, 2, 2; ὅσον πλοῦν ἀπεστέλλοντο Thuc. 6, 30; mit folgdm μή, ich besorge, Plat. Hipp. mai. 300 d; ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν, sieh zu, daß wir nicht, Euthyd. 279 c; – ersinnen, Andoc. 1, 20; – sich Etwas zu Gemüthe ziehen, zu Herzen nehmen, es übel aufnehmen, Aesch. Eum. 213; – περί τινος, über Etwas nachdenken, z. B. περὶ ἑκάστης (πράξεως) τὰ προσήκοντα Isocr. 4, 9. – 2) in Leidenschaft, in aufgeregter Gemüthsstimmung sein; Hippocr. – Das act. ἐνθυμέω hat Aen. Tact. 37; bei Cratin. iun. Ath. XIV, 661 d ändert Dindorf ἐνθύμει δέ in ἐνθυμοῦ, Mein. besser in ἐνθυμεῖσθε. – Pass. sagt App. B. C. 1, 133 κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων, seine Absicht erreichen.