διαπίμπρημι
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
A burn, ναῦς Plb.21.44.30; μοχλὸν διαπρήσας Aen. Tact.4.2 (nisi leg. -πρίσας):—Pass., swell up (cf. πρήθω), Nic.Al. 341; οἱ μυκτῆρες διαπέπρηνται Hippiatr.27.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πίμπρημι), ganz verbrennen; διαπρῆσαι ναῦς Pol. 22, 26 E., u. Sp.; auch von Entzündung am Körper, pass., νηδὺς διαπίμπραται, d. i. schwillt an. Nic. Al. 341.