συγκρίνω
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
[ῑ],
A bring into combination or aggregation, opp. διακρίνω, Emp. ap. Arist.Metaph.985a24, cf. 984a10, Epich.[245]; σ. [τὴν ὄψιν] Pl.Ti.67d, cf. Ti.Locr.101c; τὰ συγκρινόμενα bodies which are formed by combination, Anaxag.4, cf. Pl.Phd.72c, Prm.157a; συνεκρίθη, συνέστη Hp.Epid.6.2.25; συγκρίνεσθαι εἰς ὕδωρ, of vapour, Arist.Mete.370a30, cf. 350a13; ἐξ οὗ συνεκρίθη of which it was formed, Placit.5.3.1(nisi leg. ἀπεκρίθη). 2 combine, συγκρινόμενος τούτοις καὶ ὁ Ἑρμῆς Cat.Cod. Astr. 2.164. II compare, τι πρός τι Arist.Rh.1368a21, Pol.1295a27, cf. Thphr.CP1.8.2, Philem.109; κάλυκας βάτῳ AP12.204 (Strat.); ἑαυτόν τινι Plu.CG4, cf. 2 Ep.Cor.10.12; σ. τι ἐκ παραθέσεως Plb.12.9.1; σ. τὰ λεγόμενα compare and examine them, Id.14.3.7, cf. Arist. EN1165a32; μή με τάφῳ σύγκρινε do not measure, estimate me by my tomb, AP7.137:—Pass., ὁ Ἐπικούρου βίος τοῖς τῶν ἄλλων -όμενος Epicur.Sent.Vat.36:—Med., measure oneself with another, strive or contend, τινι D.S.4.14; εἰς ἅμιλλαν Id.1.58; a usage censured by Luc.Sol.5, Thom.Mag. p.345 R. III interpret, τὰ λεγόμενα Plb. 14.3.7, cf. 1 Ep.Cor.2.13; esp. σ. ἐνύπνια interpret dreams, LXX Ge.40.8, al. IV decree, ζημίας, ἧς ἂν ὁ στρατηγὸς συγκρίνῃ PPetr.3p.69 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.355.102, al. (iii B.C.); decide, ib.371.14 (iii B.C.); τί ποιήσωσιν LXX Nu.15.34; ἐν τόπῳ ὃν ἂν -κρίνῃ ὁ ἀρχιτέκτων Inscr.Prien.119.25 (i B.C.); also εἰς ὃν ἂν σ. τ. ὁ ἀ. ib.107.44 (ii B.C.); give judgement, c. inf., PEnteux.62.11 (iii B.C.), PFay. 12.30 (ii B.C.):—Pass., ἐπιτελέσαι καθότι συγκέκριται BGU1827.13 (i B.C.); τῶν συγκεκριμένων ἀπαιτεῖν α (ἔτους) ἐκφόριον the lands for which it has been decided to demand one year's rent, PTeb.61 (b).1 (ii B.C.); ἡ συγκριθησομένη τροφή which shall be adjudged, OGI56.71 (Canopus, iii B.C.); ὅσον ἂν συγκριθῇ ἱκανὸν εἶναι δίδοσθαι Sammelb. 7450.11 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 969] (s. κρίνω), zusammensetzen, verbinden, vereinigen, vgl. Pors. Eur. Med. 136; τίς συνέκρινε κάλυκας βάτῳ, Strat. 46 (XII, 204); Ggstz von διακρίνω, Plat. Tim. 67 d Parm. 157 a u. oft; zusammenhalten und vergleichen, τὶ πρός τι, Arist. rhet. 1, 9; Pol. 6, 36, 8; vgl. Lob. Phryn. 278; dah. messen, beurtheilen, μή με τάφῳ σύγκρινε, Ep. ad. 619 (VII, 137); τὶ ἐκ παραθέσεως, Pol. 12, 10, 1, u. oft. Vgl. noch Luc. Soloec. 5.