στήριγμα
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
English (LSJ)
ατος, τό,
A support, foundation, χερὸς . . στηρίγματα the support of one's hand, E.IA617; στηρίγματ' οἴκου, of children, Trag.Adesp.427; θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7; περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος Plu.2.649c, cf. Ph.1.644: in pl., of a tower, J.BJ2.17.8. 2 = στῆριγξ 2, Nicostr.Com.39 (στήριγγα cj. Kock), Plu.Cor. 24. 3 = στεῖρα (A), στερέωμα 3, Nonn.D.40.451. 4 = στερέωμα 4, PMag.Lond.121.509. 5 τὸ λοιπὸν τοῦ σ. the rest of the multitude, LXX 4 Ki.25.11. 6 pl., surgical supports, = ἀποστηρίγματα, distd. fr. ἑρμάσματα, Gal.18(2).917.
German (Pape)
[Seite 942] τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.