κύτος

From LSJ
Revision as of 19:41, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύτος Medium diacritics: κύτος Low diacritics: κύτος Capitals: ΚΥΤΟΣ
Transliteration A: kýtos Transliteration B: kytos Transliteration C: kytos Beta Code: ku/tos

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, (κύω)

   A hollow, κύκλου, of a shield, A.Th.495; ἀσπίδος E.Fr.185; θώρηκος Ar.Pax1224; περίπλευρον κ. E.El.473 (lyr.); λέβητος Id.Cyc.399; τρίποδος Id.Supp.1202; κύλικος Pl.Com.189; λοπάδος Xenarch.1.10; hold of a ship, Plb.16.3.4.    2 vessel, jar, A.Ag.322, 816, S.El.1142, etc.; πλεκτὸν κ. basket, E.Ion37; κοιλοσώματον κ. Antiph.52.2.    3 of any hollow container, τὸ τῆς κεφαλῆς κ. Pl.Ti.45a; τὸ ὄπισθεν κ. occiput, Arist.PA56b26; τοῦ θώρακος τὸ κ., i.e. the chest, Pl.Ti.69e; ποδῶν κ. Achae.4.4 (leg. πλευρῶν) ; τὸ ἄνω κ. Arist.GA742b14 (also of plants, = αἱ ῥίζαι, 741b35, al.); τὸ λοιπὸν ἅπαν κ., of the uterus, Gal.UP14.14, cf. Sor.1.9; of the fourth stomach of the ox, Phlp.in AP0.417.14; τὸ τῆς ψυχῆς κ., i.e. the body, Pl.Ti.44a: hence, abs., body, ἀνδρείῳ κύτει S.Tr.12; trunk, διὰ παντὸς τοῦ κ. Pl.Ti.74a; τὸ ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων κ. Arist.HA 491a29, cf. PA686b14; τὸ ὅλον κ. τοῦ σώματος D.S.1.35, cf. Archig. ap.Gal.13.262: metaph., of the πόλις, Pl.Lg.964e; τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κ. τείχεσιν ἠσφάλισται Plb.5.59.8.    4 κ. ἀστέριον starry vault of heaven, Vett.Val.172.32.

German (Pape)

[Seite 1539] τό, übh. was Etwas in sich faßt, aufnimmt, κύω, Höhlung, Raum, Wölbung; von der Schildwölbung, περίδρομον κύτος κοιλογάστορος κύκλου Aesch. Spt. 477; Gefäß, Urne, τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει Ag. 790, vgl. 313; σμικρὸς προσήκεις ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει, Aschenurne, Soph. El. 1131; τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει Eur. Suppl. 1201; πλεκτόν Ion 37, λέβητος Cycl. 398; θώρακος Ar. Par 1224; τῆς κοιλίας, Bauchhöhle, Hices. bei Ath. III, 87 d; sp. D., γαστρός Nic. Al. 123 u. A.; πλαγκτὸν νηὸς κύτος, der Schiffsbauch, Antiphan. 6 (IX, 84), wie Archimel. 1 (App. 15); vgl. Pol. 16, 3, 4; – in Prosa; τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος Plat. Tim. 45 a; θώρακος, Brusthöhle, 69 e; vgl. Arist. H. A. 1, 7; D. Sic. 1, 35; – Achaeus bei Ath. X, 414 d sagt auch ποδῶν κύτος χρίουσιν; – auch τὸ τῆς ψυχῆς ἅπαν κύτος, der ganze Umfang der Seele, das Ganze der Seele, Plat. Tim. 44 a; ὡς αὐτῆς τῆς πόλεως οὔσης τοῦ κύτους Legg. XII, 964 e, womit Pol. 5, 29, 8 zu vgl., wo τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κύτος τείχεσιν ἠσφάλιστο im Ggstz von προάστειον gesagt ist. – Lycophr. braucht es für Fell, 1316.