καταλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 19:42, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλαμβάνω Medium diacritics: καταλαμβάνω Low diacritics: καταλαμβάνω Capitals: ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: katalambánō Transliteration B: katalambanō Transliteration C: katalamvano Beta Code: katalamba/nw

English (LSJ)

fut.

   A -λήψομαι Pl.Prt.311a(in pass.sense, A.D.Synt. 48.9), Ion. -λάμψομαι Hdt.6.39, Aeol. -λᾱμψομαι dub. in Alc.Supp. 5.9 (v. λαμβάνω): pf. -είληφα Pl.Phdr.250d, etc. (καθ- SIG129.18 (Carpathos, iv B. C.)), -λελάβηκα Pherecyd.Syr. ap. D.L.1.122, Hdt.3.42 (v.l. -λελαβήκεε):—Pass., Ion. aor. -ελάμφθην Id.5.21; -ελάφθην SIG279.7 (Zelea, iv B. C.): pf. in med. sense, D.S.17.85:—seize, lay hold of, c. acc., τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od.9.433, cf. Ar.Lys.624, etc.; κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν Th.1.126, cf. Hdt.5.71, Ar.Lys.263(lyr., tm.), Isoc.4.153, etc. (metaph., τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν κ. Pl.R. 560b); πάντα φυλακαῖς κ. Plu.Per.33; κ. ἕδρας Ar.Ec.21, 86; φάσκων Ποσειδῶ πρότερον Ἀθηνᾶς καταλαβεῖν αὐτήν (sc. τὴν πόλιν) Isoc.12.193; later, simply, arrive at a place, POxy.1829 (vi A. D.), etc.:—Med., seize for oneself, τὰ πρήγματα Hdt.6.39; τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο matters which others had not preoccupied, ib.55: freq. in Plb., κ. λόφον 1.19.5, al.:—Pass., of a person, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς possessed, Plot. 5.8.11.    2 of death, fatigue, disaster, etc., τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε . . θάνατος Il.5.82; Ἄργον . . κατὰ μοῖρ' ἔλαβεν . . θανάτοιο Od.17.326: c. dupl. acc., εὖτ' ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν 1.192; Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας Heraclit.28; befall, overtake, συμφορὰ κ. πόλεις E.Hipp.1161: freq.in Hdt., θεῖα πρήγματα καταλαμβάνει τοὺς αἰελούρους 2.66; πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. ibid., cf. 3.42; ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν may be expected to befall them, 4.11; ἤν τι καταλαμβάνῃ νεώτερον τὸν πεζόν 8.21: folld. by inf., νοῦσός τινα κ. νοσῆσαι 3.149, cf. 3.75; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς κ. Th.4.20; κίνδυνος κ. τινά D.18.99; rarely of good fortune, τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Hdt.3.139.    3 seize with the mind, comprehend, Pl.Ax.370a, Chrysipp.Stoic.2.39, Plb.8.2.6, Ev.Jo.1.5 (perh. overcome); κάλλος διὰ τῆς [ὄψεως] Pl.Phdr.250d; ἐκ τοῦ φάσματος ὅτι . . D.H.5.46, cf. Arr.Epict.1.5.6:—so in Med., D.H.2.66, S.E.M.7.288; ὅτι . . Act.Ap.4.13; τί τὸ πλάτος Ep.Eph.3.18:— Pass., Phld.Sign.22, Mus.p.62K., Numen. ap. Eus.PE14.8.    4 accept, παρὰ τοῦ βασιλέως . . δωροδοκήματα dub. l. in Pl.Com.119.1 (κᾆτ' ἔλαβον Mein.).    II catch, overtake, come up with, τοὺς φεύγοντας Hdt.1.63, cf. 2.30, etc.:—Pass., Id.7.211, Plb.1.47.8.    2 find on arrival, c. part., τινὰ ζῶντα Hdt.3.10; τὰ πλεῖστα . . προειργασμένα Th.8.65; πάντα ἔξω Id.2.18; ἀνεῳγμένην τὴν θύραν Pl. Smp.174d; τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας D.21.85; τινὰ ἔνδον Pl.Prt.311a; τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν D.34.8; τι ὑπάρχον Arist.Top.131a29; detect, ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐμαυτόν Pl.Ap.22b:—Pass., κατελήφθη σοῦ λάθρᾳ πωλῶν τὰ σά E.Cyc.260, cf. Ev.Jo.8.3, etc.; κατείληπτο σοφιζόμενος D.21.164; to be taken by surprise, Plu.Publ.20.    III impers., καταλαμβάνει τινά c. inf., it happens to one, it is one's fortune to... καταλαμβάνει μιν φεύγειν Hdt.2.152, cf. 3.118; καταλελάβηκέ με . . τοῦτο . . ἐκφῆναι Id.3.65, cf. 4.105, 6.38.    IV abs., πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν that had befallen, Id.4.161; τὰ καταλαβόντα, = τὰ συμβάντα, what had happened, the circumstances, Id.9.49; ἢν πόλεμος καταλάβῃ Th.2.54, cf. 18; εἰ -λαμβάνοι ἀναχώρησις Id.4.31; τῆς νυκτὸς -λαμβανούσης as night was coming on, D.S.20.86; Χειμῶνος ἤδη -λαμβάνοντος Hdn.7.2.9.    V hold down, cover, τῇ Χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν Pl.Tht.165b; τὰς Χεῖρας Plu.Sert.26; fasten down, κ. πῶμα γόμφοις Id.2.356c, cf. Gal.13.358 (so in Med., D.S.3.37):—Pass., to be compressed, opp. διαλύεσθαι, Arist.Pr.870b11; τὰς φλέβας -λαμβανόμενοι Id.Somn.Vig.455b7.    2 keep under, repress, check, κ. τινῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Hdt.1.46; κ. τὸ πῦρ get it under, ib.87; ἴσχε καὶ κ. σεωυτόν Id.3.36; κ. τὰς διαφοράς put an end to them, Id.7.9.β; κ. ἐρίζοντας stop their quarrelling, Id.3.128: folld. by inf., κ. τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν Id.2.162; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη inquiries about their death being checked . ., Id.5.21.    b κ. τὸ πνεῦμα hold the breath, Gal.6.176, al.    3 bind, κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι Hdt.9.106; ὅρκοις Th.4.86, etc.:—Pass., εἴ τινι -λέλαμμαι ὅρκῳ SIG360.41 (Chersonesus); νόμοις, ἔθεσι κατειλημμένα enforced, Arist.Pol.1324b22; ζημίαις Pl.Lg.823a; [τὰς σπονδὰς] ηὗρε κατειλημμένας he found the treaty concluded, Th.5.21 codd.    4 compel, constrain one to do, c. inf., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν forces him to bring out the truth, Hdt.3.75:—Pass., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος being constrained, Id.2.65, cf. Th.7.57.    5 convict, condemn, Antipho 2.4.11; opp. ἀπολύειν, Id.4.4.9; ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω Id.2.2.9, cf. IG12(2).526A20 (Eresus, iv B. C.); of the prosecutor, secure a conviction, Rev.Phil.1928.192 (Erythrae, v B. C.); ὁ -λαβών SIG578.58 (Teos, ii B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1358] (s. λαμβάνω), 1) ergreifen, erfassen, festhalten; τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od. 9, 43, öfter in tmesi; von der Krankheit, κατέλαβε νοῦσός μιν, Her. 3, 149; Sp.; καταλαμβανόμενος ὑπὸ πολεμίων Plat. Legg. XII, 944 c; τῇ χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν, zuhalten, Theaet. 165 b; – einnehmen, besetzen, κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν ὡς ἐπὶ τυραννίδι Thuc. 1, 126; Ar. Lys. 263; übertr., κατέλαβον τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν Plat. Rep. VIII, 560 b; Pol. 3, 104, 3 u. A.; ὁ δὲ Πειραιεὺς ἦν κατειλημμένος Isocr. 18, 17; στρατόπεδον, ein Lager beziehen, Thuc. 2, 81; πάντα φυλακαῖς, besetzen, Plut. Pericl. 33. – Auch im med., für sich einnehmen, κατελάβετο τὴν πόλιν Pol. 1, 58, 2, öfter; so τὰ πρήγματα Her. 6, 39; selbst perf. so, κατειλημμένων τὴν πέτραν τῶν βαρβάρων D. Sic. 17, 85; aber Andoc. 1, 19 lies't Bekker λαμβανόμενος τῶν γονάτων für die vulg. καταλ. – Aehnl. ἕδρας καταλαβεῖν, Platz nehmen, Ar. Eccl. 86; θέαν καταλαμβάνειν, einen Platz zum Schauen einnehmen, Luc. de salt. 5; – Μιλτιάδεα τὰ πρήγματα καταλαμψόμενον ἀποστέλλουσι, daß er den Oberbefehl übernehme, Her. 6, 39, der es auch von Schriftstellern braucht, vorwegnehmen, früher erzählen, τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τουτέων μνήμην ποιήσομαι 6, 55; – χρήματα, mit der Nebenbdtg des Wegnehmens, Ar. Lys. 624. – 2) festhalten, zurückhalten, hemmen; καταλαβεῖν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Κύρου Her. 1, 46; τὸ πῦρ 1, 87; ἴσχε καὶ καταλάμβανε σεωυτόν, halte dich zurück, 3, 36; τὰς διαφοράς 7, 9, 2, Streitigkeiten beilegen; auch ἐρίζοντας, 3, 128, die Streitenden beschwichtigen; pass., ὁ τῶν Περσέων θάνατος οὕτω καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη 5, 21, er wurde unterdrückt u. verschwiegen; ἤ που ὑπὸ φυγῆς καταληφθέν, irgendwo zurückgehalten, Plat. Rep. VI, 496 b. – Erzwingen, befehlen, ἀνάγκη κατείληφεν Plat. Legg. VII, 814 d; τὰ ταῖς ζημίαις ὑπὸ νόμων κατειλημμένα 823 a; – πίστι καὶ ὁρκίοισι καταλαβόντες αὐτούς, sie durch Eide verpflichtend, bindend, Her. 9, 106; Thuc. 4, 86; ὅρκῳ κατειλημμένοι 1, 9; εὗρε τὰς σπονδὰς κατειλημμένας, festgestellt, im Ggstz von μετακινητὴ ὁμολογία, 5, 21; Sp. öfter, wie D. Hal. 3, 24 Luc. D. Mar. 10, 1. – Den Schuldigen ergreifen, verurtheilen u. bestrafen, Ggstz von ἀφεῖναι, Antiph. 2 δ 11, von ἀπολύω, 4 δ 9; καταλαμβάνεσθαι ὑπὸ τῶν νόμων 4 γ 2 u. öfter. – 3) ergreifen, ertappen, betreffen, finden; καταλαμβάνομεν τὸν.Σωκράτη ἄρτι λελυμένον Plat. Phaed. 59 e; ἀνεῳγμένην καταλ. τὴν θύραν Conv. 174 d; κατελάβομεν περιπατοῦντα Prot. 314 e, wir trafen ihn beim Spazierengehen; ὡς ἐπ' αὐτοφώρῳ καταληψόμενος ἐμαυτὸν ἀμαθέστερον ἐκείνων ὄντα Apol. 22 b; καταλαβὼν ἐν Βοσπόρῳ μοχθηρὰ τὰ πράγματα καὶ τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν Dem. 34, 8; τὴν Σπάρτην ἔρημον Pol. 9, 8, 5; φεῦγε, πρὶν τὸν τοξότην ἥκοντα καταλαβεῖν Ar. Thesm. 1209; Eur. Cycl. 259 κατελήφθη πωλῶν τὰ σά; Luc. Alex. 37 hat so auch das med. – Beim Aufnehmen eines Inventariums vorfinden, Inscr. 160; vgl. Böckh Att. Seew. p. 8. – 41 mit dem Geiste erfassen, auffassen, begreifen; κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς ἐνεργεστάτης αἰσθήσεως Plat. Phaedr. 250 d; Phil. 16 d; Sp., wie Pol. 8, 4, 6; ἐκ τούτου κατέλαβον τοῦ φάσματος, ὅτι νίκην αὐτοῖς σημαίνει τὸ δαιμόνιον D. Hal. 5, 46; auch im med., 2, 66. – 5) wie bes. von unglücklichen Ereignissen (s. 1), die plötzlich über Einen kommen, gesagt wird εἰ δέ τινας ξυμφορὰ καταλαμβάνοι, Plat. Legg. IX, 873 a, öfter, vgl. Eur. Hipp. 1161, κίνδυνος Dem. 18, 99, Sp., so ist καταλαβοῦσα ξυμφορή ein eintreffendes Unglück, Her. 4, 161, u. so öfter; begegnen, treffen, τὸν πατέρα κατέλαβε πρῆγμα τοιόνδε 9, 93; εἰ ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι 9, 60; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς καταλαβεῖν Thuc. 4, 20; καταλελάβηκέ με τοῦτο εἰς ὑμέας ἐκφῆναι, es traf mich, ich fühlte mich gedrungen, euch dies kund zu thun, Her. 3, 65; ἕνα κατέλαβε ὑβρίσαντα τάδε ἀποθανεῖν, es traf sich, daß er starb, eigtl. den Einen ergriff das Sterben, 3, 118, vgl. 4, 105. 6, 38; τὰ καταλαβόντα, was sich zugetragen hat, die Begebnisse, = dem att. συμβάντα, 9, 49; ähnl. Thuc. ἢν δέ γε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ, 2, 54, wie 2, 18; Sp., τὰ ἐκ τοῦ θεοῦ κατειληφότα Paus. 10, 23, 7, öfter; τῆς νυκτὸς καταλαβούσης, als die Nacht eingetreten war, D. Sic. 20, 86; D. Hal. 5, 44 u. a. Sp.; χειμῶνος ἤδη καταλαμβάνοντος, der Winter stand bevor, Hdn. 7, 2, 18, öfter. – Selten vom Glücke, wie τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Her. 3, 139. – Im pass. vrbdt Thuc. 7, 57 ἐν τοιαύταις ἀνάγκαις κατειλημμένος.