κατηφής
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
ές,
A with downcast eyes, downcast, κατηφέες ἐσσόμεθ' αἰεί Od.24.432, cf. Cic. Att.13.42.1; τὸν μὲν κατηφῆ E.Or.881; κ. ὄμμα Id.Heracl.633 (but κ. ὀφθαλμοί sunken eyes, Hp.Epid.7.25); κ. καὶ ὑπεραύστηρος POxy. 471.92 (ii A.D.); of animals, αἱ ἵπποι ὅταν ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Arist.HA572b9; τὸ κ. Id.Phgn.808a10, cf.807b12: metaph., κ. ἄμπελος drooping in sorrow, Him.Or.9.4. 2 metaph., dim, obscure, νύξ AP9.658 (Paul. Sil.); χωρίον Poll.5.110; of colour, κ. ὁ λίθος καὶ μέλας Philostr.VS2.1.8, cf. Him.Ecl.12.7.
German (Pape)
[Seite 1401] ές (wahrscheinlich von κατά u. φάος, vgl. κατωπιάω), mit niedergeschlagenen Augen, niedergeschlagen, gedemüthigt, beschämt; Od. 24, 432; κατηφὲς ὄμμα Eur. Heracl. 633; ὀφθαλμοί Hippocr.; κατηφέστερος Arist. H. A. 6, 18; Folgde, wie Plut. Pomp. 73; dem στυγνός entsprechend, gtrat. 51 (XII, 704), dem δεδακρυμένος, 54 (XII, 212); νύξ Paul. Sil. 65 (IX, 658). – Auch χωρίον κατηφές, Poll. 5, 110; von dunkler Farbe, Sp.