τύρβα
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (τύρβη)
A pell-mell, in confusion, [ὗς] τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω A.Fr.311.3; also σύρβα, Hsch., cf. συρβάβυττα.
German (Pape)
[Seite 1164] adv., durch einander, verwirrt, drunter und drüber; Aesch. frg. 321, τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω; auch σύρβα.